Πρόσφυγες από τους τόπους τους αλησμόνητους.  Ότι και αν έγινε ότι και αν άλλαξε, ένα είναι σίγουρο. Η γη δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος ανήκει στη γη. Έμαθαν στα παιδιά τους ότι δεν υπάρχει τέλος  ζωής αλλά αρχή μιας νέας ζωής. Κανείς τότε δεν είχε την αίσθηση ότι κάτι τελείωσε. Μόνο οι γραμμές στις παλάμες τους, έμειναν σφραγίδες από το μεγάλο και δύσκολο ταξίδι που έπρεπε να συνεχίσουν.

Προερχόμαστε από τη γη που έκρυψε στα σπλάχνα της τόσα κορμιά αδικοσκοτωμένων Ελλήνων. Των ανθρώπων που διώχτηκαν, εγκατέλειψαν τα υπάρχοντά τους, άφησαν τα βάθη της Ανατολής και ρίζωσαν στη νέα τους πατρίδα. Έφεραν όμως μαζί τους την ιστορία, τον πολιτισμό και τις αξίες τους. Ως απόγονοι των προσφύγων επιβιώνουμε μακριά από τα πάτρια εδάφη, χάρη στην ένταση του νόστου, στην ιστορική συνείδηση και την πνευματική πρόσδεση σ’ αυτές τις πατρίδες. Τα ιερά κέντρα της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Θράκης αποτελούν πόλο έλξης και μας εγκαρδιώνουν, ακόμα και εξ αποστάσεως, στη μακρόχρονη εξορία μας.

 Όλα υπάρχουν για να θυμίζουν…

Χριστούγεννα  στη Σμύρνη

Το Δωδεκαήμερο στη Μικρά Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία και στις τρεις μεγάλες γιορτές του, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνια.

Αυτές τις μέρες συναντούσε κανείς έθιμα χριστιανικά και παγανιστικά που είχαν σχέση με τον καινούργιο χρόνο και είχαν ως ζητούμενο την καλή υγεία και την πλούσια καρποφορία.

Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τούς έδιναν παράδες, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).

Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι. Χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε και τα τρία μέτρα σε μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. Το κόστος κατασκευής του «απαιτούσε» μεγαλύτερο μπαξίσι.

Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, πρώτη γιορτή του χρόνου.

Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.

Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.

Το μέλι τρώγουν άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες…

Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή: «Και εις έτη πολλά. Και του Χρόνου να ‘στε καλά».

Στην Αρτάκη Κυζίκου οι προετοιμασίες ξεκινούσαν με το «χειμερινό ντύσιμο» του σπιτιού, τα γούνινα παλτά, τα μάλλινα, τα ψώνια και την ανταλλαγή δώρων μεταξύ των αρραβωνιασμένων. Οι Αρτακινοί τηρούσαν επιμελώς το 40ήμερο με νηστεία και εκκλησιασμό. Οι ναυτικοί και οι ξενητεμένοι, επέστρεφαν στον τόπο τους, για να κάνουν «καλόμερες» κοντά στους δικούς τους. Από το πρωί οι δρόμοι γέμιζαν από παιδιά που έτρεχαν στα σπίτια για τα κάλαντα. Αντηχούσαν οι αγγελικές τους φωνές. Με λαχτάρα έπαιρναν το φιλοδώρημα, τους ξηρούς καρπούς και τα φρούτα, σύμβολα πλούτου και σοδειάς.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όλοι έπεφταν νωρίς για ύπνο. Στις τρεις το πρωί τους ξύπναγε ο ντελάλης. Σε ριγούσε το άκουσμα της φωνής του, μέσα στην παγωμένη νύχτα. «Ξυπνήστε Χριστιανοί! Σήμερα γεννιέται ο Χριστός μας!… και να ορίσητε στην εκκλησιάαααα…» Με εγκάρδιες ευχές, κάλαντα και τραγούδια περνούσε η μέρα των Χριστουγέννων σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Φίλοι και εχθροί φιλεύονταν, για να ‘ρθει ο Χριστός στη ψυχή τους, στο σπιτικό τους, να φέρει την ευλογία και τις πλούσιες σοδειές (τα μπερεκέτια).

Τα Κάλαντρα

«Αγόρια, μικρά και μεγάλα, ηλέανε τα κάλαντρα, ο’μπρός στσί πόρτες των σπιτιώνε και μαγαζιώνε με ντου’μπελέκι, σήμαντρο και φαναράκι κρεμασμένο αψηλά από ένα κο’ντάρι σα γάμμα, τα Χριστούγεννα, τ’ Αη βασιγιού και τα Φώτα, μόλις ηβράδιαζε και όχι ανήμερα πρωί.

Τα’λέανε, ακόμας, και παλικαράκια, με ντου’μπελέκι, σήμαντρο και φωτισμένο καράβι, τα Χριστούγεννα και τ’ Αη βασιγιού μονάχα, ο’μπρός στα μαγαζιά και τσι ταβέρνες, απ’την ώρα που ηανάβανε τα φώσια (φώτα) τως ωσαμ’τσι δέκα ώρες που αυτά, τότες, ηκλούσανε.

Καράβια από ψιλή λαμαρίνα

Εξόν απ’τα καράβια αυτά που τα φτιάχνανε μαστόροι με παραγγειγιά, είχε και καράβια έτοιμα, που τα κάνανε σιδεράδες από τα γύρω προάστια τση Σμύρνης. Αυτά ήτανανε από ψιλή αλαμαρίνα, τρία μέτρα μάκρος με ούλα τα ντετάγια (λεπτομέρειες), που ημπορούσανε να τα σηκώσουνε τέσσερις ανομάτοι: ένας ο’μπρός, ένας οπίσω κι’ από’νας στο κάθε πλάϊ, απάνω σε στρέποδο, πάντα. Τα προπλερώνανε δυό λίρες μαλαματένιες, για νοίκι και τρεις λίρες, για εγγύηση. Τα παίρνανε την προπαραμονή, τα σιάχνανε όπως ηθέλανε, τως ηβάάζανε φαναράκια και παντιεράκια, κ’ηβγαίνανε να πουνε τα κάλαντρα Χριστούγεννα παραμονή και Πρωτοχρονιά μα κι’ανήμερα ώσαμ’τσι τέσσερις τ’απόεμα. Ηπαίρνανε λοιπόν βόλτα τσοί μαχαλάδες απ’το Μαραγάτσι, κ’ημπαίνανε στην Πού’ντα, στο αριστοκρατικό σοκάκι τα Τράσσα.

Απόσπασμα από το βιβλίο, «Η ζωή στη Σμύρνη», του Δημήτρη Ι. Αρχιγένη, Αθήνα 1981.

Το ξύλινο καραβάκι των Χριστουγέννων

Το ξύλινο καραβάκι ήταν κατασκεύασμα μοναδικής τέχνης και πιο ακριβό. Άρα, οι κάτοχοί του, περίμεναν και μεγαλύτερο μπαξίσι. Συνήθως τα καραβάκια αυτά είχαν ξύλινο σκελετό, πλευρά από χαρτόνι με κατάρτια, ξάρτια, πύργους, σκαλίτσες, φουγάρα, άγκυρες, όλα παρόμοια με τα αληθινά.

Πολλά από τα καραβάκια αυτά, είχαν στο κάτω μέρος κρυμμένα και αναμμένα κάρβουνα και ένα καζανάκι που δημιουργούσε ατμό. Όταν τραβούσαν ένα κορδονάκι που ήταν τοποθετημένο στο κάτω μέρος, αυτό σφύριζε και έβγαινε καπνός από ένα μικρό φουγάρο που ήταν στο πάνω μέρος. Το καραβάκι διέθετε επίσης και τζαμένια φαναράκια που ήταν κρεμασμένα στα κατάρτια και ανάβανε κεριά με αμπουλίτσες ή αργότερα με μπαταρίες.

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Το δέντρο των Χριστουγέννων αποτελεί πλέον ένα διεθνές χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Ως έθιμο φέρεται να ξεκίνησε τον 8ο αιώνα όταν ο Άγιος Βονιφάτιος το 750 θέλησε να εξαλείψει τη μέχρι τότε αποδιδόμενη ιερότητα της βελανιδιάς από τους ειδωλολάτρες, αντικαθιστώντας την με το έλατο. Ο στολισμός του δέντρου συμβολίζει την ευτυχία των ανθρώπων με τη Γέννηση του Χριστού.

Το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ευρώπη εμφανίστηκε το 1539 στη Γερμανία. Στην Ελλάδα το έφεραν οι Βαυαροί επί Όθωνα. Στη Μικρά Ασία δεν συνήθιζαν να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οι Σμυρνιοί το θεωρούσαν «φράγκικο κάμωμα». Ωστόσο αρκετά σπίτια που είχαν τάσεις εξευρωπαϊσμού, άρχισαν σιγά σιγά να το καθιερώνουν μαζί βέβαια με το παραδοσιακό αγαπημένο τους χριστουγεννιάτικο καραβάκι.

Κάλαντα Χριστουγέννων Μικράς Ασίας

 Καλήν εσπέρα άρχοντες αν εί, αν είναι ο ορισμός σας

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει εν τω σπηλαίω τίκτεται εν, εν φάτνη των αλόγων.

Κερά ψηλή, κερά λιγνή κερά, κερά καμαροφρύδα κερά μου όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία.

Έχεις κόρην έμορφη που δε, δεν έχει ιστορία μηδέ στην Πόλη βρίσκεται μηδέ, μηδέ στην Καισαρεία.

Έχεις και γιον στα γράμματα έχει και γιον εις το ψαλτήρι να τον  ‘ξιώσει κι ο Θεός να βα, να βάλει πετραχείλι.

 

Χριστούγεννα πρωτόγεννα, πρώτη εορτή του χρόνου. Για βγήτε, δέτε, μάθετε, οπού ο Χριστός γεννάται.

Γεννάται και ανατρέφεται με μέλι και με γάλα. Το μέλι τρώγουν άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες.

Ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα και δότε μας τον κόπο σας απ’ το χρυσό πουγγί σας..

Αν είσθ’ από τους πλούσιους φλωρία μη λυπάσθε. Αν είσθ’ από τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.

Και σας καλονυχτίζουμε πέσετε κοιμηθήτε. Ολίγον ύπνον πάρετε πάλι να σηκωθήτε.

Στην εκκλησιά τρέξατε μ’ όλην την προθυμίαν, και του Θεού ν’ ακούσετε την Θείαν Λειτουργίαν.

Και εις έτη πολλά.

 

Χριστούγεννα στην Πόλη

 Η έδρα της Ορθοδοξίας

 

Η Αγία Σοφία, ιερός ναός της του Θεού Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, είναι ένας πρώην ορθόδοξος ναός, ίσως ο σημαντικότερος όλων των εποχών και από τα αριστουργήματα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Αγία Σοφία είχε χτιστεί τον 4ο αιώνα μ.Χ. άλλος ομώνυμος ναός, ο οποίος καταστράφηκε στη Στάση του Νίκα το 532. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α΄ με τους αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο αποφάσισαν την ανέγερση του νέου ιερού ναού. Η παράδοση λέει ότι στα εγκαίνια που έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537, μόλις ο Ιουστινιανός είδε ολοκληρωμένο το έργο, εξέτεινε τα χέρια του προς τον ουρανό ανακράζοντας «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!». Με τον τρόπο αυτό ήθελε να εκφράσει το θαυμασμό του για το ναό που ήταν καλύτερος απ’ αυτόν του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Είκοσι χρόνια μετά την ανέγερσή του και μετά από δυνατό σεισμό κατέπεσε ο τρούλος και κατέστρεψε την αψίδα του ιερού άμβωνα και την Αγία Τράπεζα. Το νέο τρούλο, που υπάρχει έως και σήμερα, κατασκεύασε ο ανιψιός του Ισίδωρου, Ισίδωρος ο νεότερος. Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια από τον πατριάρχη Ευτύχιο, παρουσία του αυτοκράτορα και των πιστών της Κωνσταντινούπολης. Για το ναό της Αγίας Σοφίας, ο εορτασμός των Χριστουγέννων αποκτούσε μεγάλη σημασία αφού γινόταν μετά την ετήσια μνημόνευση των δεύτερων εγκαινίων του ναού, τα οποία από τον 6ο αιώνα είχαν οριστεί στις 23 Δεκεμβρίου. Έτσι οι δύο εορτασμοί, των Χριστουγέννων και της ετήσιας μνημόνευσης των δεύτερων εγκαινίων, σχετίζονταν στενά. Ο επίσημος τόνος του εορτασμού έκανε την τελετή των Χριστουγέννων στην Αγία Σοφία να διαφέρει από τις κανονικές. Η λειτουργία των Χριστουγέννων αποκτούσε επίσημο χαρακτήρα λόγω της παρουσίας του αυτοκράτορα και την τήρηση αυστηρού βασιλικού πρωτοκόλλου, που εκτός των άλλων προέβλεπε και μια διαδρομή του αυτοκράτορα με χλαμύδα και στέμμα μέσα στο Μεγάλο Παλάτι.

Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα για την κοινωνία της μεσαιωνικής Πόλης ήταν η τελετουργική πομπή, ανήμερα των Χριστουγέννων, του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο Ιερό Παλάτι της Κωνσταντινούπολης με κατεύθυνση τον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας. Ιερά λείψανα της Γεννήσεως της Αγίας Σοφίας Τα σημαντικότερα λείψανα της Γεννήσεως υπήρχαν στη Μεγάλη Εκκλησία πριν από την καταστροφή της στη διάρκεια της Άλωσης της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Michele Bacci. Τα πιο σημαντικά από τα λείψανα που βρίσκονται στην Αγία Σοφία και συνδέονται με τη Γέννηση του Χριστού ήταν τα άγια σπάργανα που αποτελούνταν από διάφορα υφάσματα, κάποια γεννοφάσκια, ένα μαντίλι, μια πετσέτα (την οποία πιθανά να χρησιμοποίησε η Σαλώμη για να σκουπίσει το Βρέφος) σύμφωνα με ένα λατινικό κείμενο του 12ου αιώνα. Τα ιερά αυτά κειμήλια έχουν συμβάλει στο συμβολικό ρόλο που έπαιζε πάντα η Αγία Σοφία στην αντίληψη των Βυζαντινών Στην Κωνσταντινούπολη η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε το 378 από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Για πρώτη φορά βρέθηκε στο εορτολόγιο της Ρώμης που συντάχθηκε το 354, αλλά γιορταζόταν εκεί ήδη από το 336. Η γιορτή από τη Δύση ήρθε στην Ανατολή και γιορτάστηκε πρώτα στην Αντιόχεια το 376. Ως τότε στην Ανατολή, δέσποζε η γιορτή των Θεοφανίων. Η Πόλη τω Δωδεκαήμερο, οι ελληνικές συνοικίες ντυνόντουσαν στα γιορτινά ακολουθώντας πιστά τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα. Αν και Δεκέμβρης, οι νοικοκυρές άνοιγαν όλα τα παράθυρα του σπιτιού για να αεριστεί και τις παραμονές των Χριστουγέννων, γινόταν γενική καθαριότητα. Στο στόλισμα του δέντρου γινόταν 3-4 ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Το έθιμο του στολισμένου έλατου ήταν γνωστό από παλιά στην Κωνσταντινούπολη και για πολλούς είναι παράδοση καθαρά βυζαντινή. Ο πρώτος που σκέφτηκε να στολίσει κλαδιά δέντρου ήταν ο νεαρός αυτοκράτορας Μι χαήλ ο Γ΄, ο οποίος μια παραμονή Χριστουγέννων είχε διατάξει κατά τη διάρκεια της νύχτας να βάζουν ένα μεγάλο έλατο στα ανάκτορα. Ο ίδιος κρέμασε στα κλαδιά του δέντρου μεγάλα κεριά που το άναψε τα μεσάνυχτα την ώρα που οι καμπάνες καλούσαν τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Αυτό άρεσε στους παρευρισκόμενους και τα επόμενα χρόνια αρκετοί αυτοκράτορες το επανέλαβαν. Με τον καιρό καθιερώθηκε ως έθιμο, συνήθεια που μετέφεραν και οι Σταυροφόροι στις πατρίδες τους, όταν είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μετά την Άλωση οι Έλληνες το λησμόνησαν για να επανέλθει μετά από πολλά χρόνια, όταν το έθιμο είχε καθιερωθεί και στην Ελλάδα επί εποχής Όθωνα.

Χριστούγεννα στον Πόντο

 Χριστός ‘γεννέθεν…

Η Γέννηση του Χριστού είναι η μεγάλη ελπίδα για τη σωτηρία του κόσμου. Για τους σκλαβωμένους Ποντίους ήταν φωτεινή ελπίδα για την απελευθέρωσή τους. Οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν πολλές ημέρες πριν. Πρώτο μέλημα ήταν η συντήρηση ή το φτιάξιμο του χριστουγεννιάτικου καραβιού με το οποίο τα παιδιά τραγουδούσαν στις γειτονιές τα ποντιακά κάλαντα.

Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και συμπλήρωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη μεγάλη γιορτή γιατί: «Τη Χριστού όλ’ αναλλάζ’νε και τα πετεινάρα.. σπάζ’νε», δηλαδή, τα Χριστούγεννα όλοι φορούν τα γιορτινά τους και σφάζουν τα κοκόρια. Την ημέρα αυτή όλοι θα φορούσαν τα καινούργια ρούχα και παπούτσια τους, θα ετοίμαζαν τα πιο καλά φαγητά, θα έβαζαν στο τζάκι το «Χριστοκούρ’» που θα το άναβαν μόλις χτυπούσε η καμπάνα και θα κρατούσαν αναμμένη τη φωτιά τα Χριστουήμερα, όπως έλεγαν τις ημέρες αυτές στο Σταυρίν, δηλαδή τις τρεις ημέρες των Χριστουγέννων.

Την παραμονή των Χριστουγέννων το απόγευμα τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, ενώ στις 4 το πρωί θα χτυπούσαν οι καμπάνες  για να πάνε στην εκκλησία.

Στη Σαμψούντα τα παιδιά ξεχύνονταν σε όλες τις πόρτες του χωριού και με πολύ ωραία φωνή άμον ζίλ’ (δηλαδή σαν αηδόνι), έλεγαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, την καλήν εσπέραν με στοιχεία βυζαντινής μουσικής, χωρίς κανένα κέρδος, γιατί τους αρκούσε ο θαυμασμός και το χάδι του θείου ή της θείας.

Στην Κερασούντα πάλι είχαν σαν έθιμο το «θήμισμα». Τα παιδιά κρατώντας φαναράκι χάρτινο ή τενεκεδένιο με τσαμωτές πλευρές, ή καράβι, πήγαιναν στα σπίτια της ενορίας, για να «φημίσουν» (να ψάλλουν) «την καλήν εσπέραν», οπότε ανάλογη με το επάγγελμα που είχε ο νοικοκύρης θα ήταν στο τέλος και η ευχή που θα του έδιναν. Αν ήταν έμπορος να έχει ολόχρυσο μολύβι, αν ήταν ξυλουργός ολόχρυσο σκεπάρνι, αν ήταν ναυτικός, καράβι, περιμένοντας και ανάλογη αμοιβή.

Στην Τραπεζούντα τη γιορτή των Χριστουγέννων όλοι οι Έλληνες τη γιόρταζαν ενωμένοι μέσα σ’ ένα κλίμα θρησκευτικής και εθνικής φόρτισης. Το βράδυ έκλειναν όλα τα καταστήματα και τα παιδιά σε παρέες έλεγαν τα κάλαντα, κρατώντας πολύχρωμα φαναράκια. Το ξημέρωμα της χριστουγεννιάτικης νύχτας, εκατοντάδες πιστοί γέμιζαν τις εκκλησίες της Τραπεζούντας, τον Άγ. Γεώργιο της Μητρόπολης, την Αγ. Μαρίνα, τον Άγ. Βασίλειο, τη Θεοσκέπαστο, το Χριστό, την Υπαπαντή, τον Άγ. Γεώργιο Τσαρτακλή και τον Άγ. Ιωάννη Εξωτειχίτη. Η απόλυση γινόταν με την ανατολή του ηλίου και η μέρα ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού, στην οικογένεια.

Στα Σούρμενα τα κάλαντα τα έλεγαν συνήθως όχι τα παιδιά, αλλά οι άντρες, πηγαίνοντας τη νύχτα των Χριστουγέννων στα σπίτια. Τα έσοδα που μάζευαν τα προόριζαν για τα σχολεία της κοινότητας.

Στη Ροδόπολη όλοι συγκεντρώνονταν σε κοινό τραπέζι, στη μέση του οποίου έβαζαν ένα κλαδί μηλιάς, που το έφερνε το πιο μικρό παιδί και το φιλοδωρούσε ο παππούς και η γιαγιά, πιστεύοντας ότι έφερνε ευτυχία.

Στη Χαλδία πάλι, διασώζεται τραγούδι, με το οποίο παρακινείται η νέα με τον ερχομό των Χριστουγέννων να λάβει υπόψη το γάμο: «Έρθεν κι ο Χριστιεννάρτς, η Τρυγόνα, η τρυγόνα, έπαρ’ την χαράν σ’ ομμάτ’ τσ’». Άξιο παρατήρησης είναι το εξής έθιμο, που μας παραδίδει ο ιερέας Δ. Μισαηλίδης. Από το βράδυ, όταν στρώνανε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τα παιδιά της οικογένειες έβγαιναν έξω, έκοβαν κλαδιά αχλαδιάς που τα φόρτωναν στην πλάτη τους μιμούμενοι τα άλογα, έφταναν στην πόρτα του σπιτιού και μπαίνοντας φώναζαν: «Χριστούγεννα και κάλαντα και Φώτα και καλοχρονιά και καλοκαρδία και να ζήσει ο πατέρας και η μητέρα και όλοι οι σπιτικοί». Μόλις μπαίνανε στο σπίτι, ο πατέρας τους έδινε φιλοδώρημα και στη συνέχεια, παίρνοντας τα «φανταστικά άλογα», κάρφωνε στο δήθεν στόμα τους από μια μπουκιά ψωμί, τα έβαζε μετά κοντά στο τραπέζι και άρχιζαν το φαγητό. Το έθιμο αυτό έλεγαν ότι συμβόλιζε την προσκύνηση των μάγων.

Ήθη και έθιμα της Καππαδοκίας

Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας, σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα, λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων.

Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή, 24 Δεκεμβρίου, άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες από μία οικογένειες. Σ’ όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν. Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα, κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους, με επικεφαλής τον καντηλανάφτη, που διάβαιναν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους. Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία τελείωνε πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους, όπου οι μικρότεροι ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλυτέρων και εύχονταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α. Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιελάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το ” χερσέ” πιλάφι, από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα. Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες, από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου, γιόρταζαν συγκεντρωμένοι στα σπίτια, διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες από τις γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπε..
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά, σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου, ” Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου …» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : «Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο». Την ίδια στιγμή, τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα. Τα παιδιά, όλα μαζί, έτρωγαν τα δώρα τους σε ένα σπίτι. Τη νύχτα εκείνη, γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αη-Βασίλη και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα. Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό στον Αη-Βασίλη, «σουγιού». Γέμιζε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση μικρή σακούλα με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα. Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι και ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, γιατί θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αη-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις και ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε, ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ό,τι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε, αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Άγιος ανακουφίστηκε, αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο, καθένας έτυχε στην πίτα του ό,τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.