Κάποτε όλα τα νοικοκυριά εξασφάλιζαν τα ζυμαρικά της χρονιάς φτιάχνοντάς τα κατά τους θερινούς μήνες, από τα τέλη Ιουνίου μέχρι τον Αύγουστο, αφού οι καιρικές συνθήκες ευνοούσαν την αποξήρανσή τους και το φρέσκο κατσικίσιο γάλα και τ’ αυγά ήταν άφθονα. Οι ποικιλία ήταν μεγάλη, χυλοπίτες κοντές και μακριές, λαζάνια, μακαρόνια χοντρά και ψιλά, τραχανάς ξινός και γλυκός, ψιλός και χοντρός, στριφτάδες, τουτουμάκια, γκοντζίδες, γκόγκλες ή τζόλια. Τα σπίτια τις μέρες εκείνες, στα χωριά κυρίως, μεταβάλλονταν σε μικρά εργαστήρια παραγωγής ζυμαρικών για χυλοπίτες και τραχανά. Οι νοικοκυρές, μικρές και μεγάλες, μανάδες, γιαγιάδες, θείες και φιλενάδες συνεργάζονταν μεταξύ τους και πήγαιναν πότε στο σπίτι της μίας και πότε της άλλης με τις χρωματιστές ποδιές δεμένες στη μέση, τα μεταξωτά μαντίλια στα μαλλιά, τους πάστες και τα κόσκινα ανά χείρας.


Από νωρίς το πρωί ετοίμαζαν τη ζύμη, τη σκέπαζαν με ένα υγρό πανί για να μην ξεραθεί και την άφηναν να «ξεκουραστεί». Μετά έκοβαν μια ποσότητα σε μέγεθος πορτοκαλιού για κάθε φύλλο, έπαιρναν τον μεγάλο πλάστη και έπλαθαν με περισσή τέχνη τα φύλλα στα μεγάλα ξύλινα τραπέζια και στους στρογγυλούς χαμηλούς σοφράδες. Οι γυναίκες συναγωνίζονταν στην τεχνική και στην ταχύτητα. Τα χέρια τους έτρεχαν γοργά πάνω στα φύλλα ασκώντας ελεγχόμενη πίεση με το θωπευτικό τους άγγιγμα, ενώ οι άκρες των φύλλων πλατάγιζαν στο ξετύλιγμα αναδύοντας μικρά αλευρένια συννεφάκια. Τα προκομμένα χέρια του έπλαθαν ονειρεμένα ολοστρόγγυλα κίτρινα φύλλα που έμοιαζαν με φεγγάρια που έπεσαν στη γη και μοσχοβολούσαν. Όταν ετοίμαζαν τα φύλλα τα τοποθετούσαν στα κρεβάτια που ήταν στρωμένα με λευκά πεντακάθαρα σεντόνια και τα άφηναν για λίγη ώρα να αφυγρανθούν ώστε στη συνέχεια να τα κόψουν πάνω στις παλιές μεγάλες χαρακωμένες από τη χρήση ξύλινες σανίδες σε όποιο σχήμα επιθυμούσαν.


Για τον τραχανά πάλι άφηναν τη ζύμη να «ξεκουραστεί» και να φουσκώσει για 24 ώρες, την έκοβαν με τα δάχτυλά τους σε μικρά μπαλάκια, τα άπλωναν να στεγνώσουν ελαφρά στα καθαρά σεντόνια και κατόπιν τα περνούσαν από τα κόσκινα δημιουργώντας έτσι μια «αμμουδιά από χρυσά βοτσαλάκια». Άφηναν τις δημιουργίες τους για αρκετές μέρες να λιαστούν και να στεγνώσουν καλά πριν τις αποθηκεύσουν στα χειροποίητα βαμβακερά σακουλάκια που τα φύλαγαν σε στεγνό μέρος μέχρι το περιεχόμενό τους να βρει τη θέση του στο καθημερινό τραπέζι του κάθε νοικοκυριού.