Άραγε τι να κατανάλωναν οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής μέσα στα άλλοτε περίτεχνα και άλλοτε χονδροειδή σκεύη που χρησιμοποιούσαν; Τι προϊόντα μετέφεραν σε μεγάλες αποστάσεις και ποια ήταν η εμπορική τους αξία; Οι φυτικές τροφές διατηρούνται σε διάφορες μορφές στα κανονικά εδάφη. Έπειτα από ένα ατύχημα ή μια μεγάλη καταστροφή, μερικές τροφές ή κατάλοιπα, όπως σπόροι, φρούτα, φλούδες, ξηροί καρποί και τσόφλια, καίγονται και γίνονται κάρβουνο. Τα καρβουνιασμένα κατάλοιπα διατηρούν το σχήμα τους και μπορούν να αποσπαστούν από το έδαφος και να εξεταστούν. Από τους σπόρους και τους ξηρούς καρπούς, από τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια, αλλά και από τη γύρη, μπορούν οι επιστήμονες να εξάγουν πολλά συμπεράσματα γύρω από τις καλλιέργειες και τη διατροφή ενός οικισμού. Επίσης οι πρόσφατες βιομοριακές τεχνικές ανάλυσης έχουν βοηθήσει πολύ την έρευνα για την ανθρώπινη διατροφή.

Οι προϊστορικοί μας πρόγονοι είχαν διαφορετική αίσθηση της γεύσης. Η αίσθηση της επιβίωσης δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια επιλογών. Οι πρώτοι άνθρωποι φαίνεται ότι είχαν τις ικανότητες των πιθήκων να σκαρφαλώνουν στα δέντρα. Φυτικές ύλες που βρέθηκαν σε οδοντοστοιχίες υποδηλώνουν ότι μεγάλο μέρος της διατροφής τους μοιάζει με αυτό των σημερινών μεγάλων πιθήκων.

 

Ο έλεγχος της φωτιάς δημιούργησε τη μαγειρική τέχνη

Το πιθανότερο είναι ότι ο έλεγχος της φωτιάς  δεν ήταν διαδεδομένος πριν από 300.000 με 400.000 χρόνια και δεν αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των πρώτων κατοίκων της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Πολύ αργότερα, με την εμφάνιση των Νεάντερνταλ, η φωτιά διαδόθηκε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης τεχνολογίας, καθώς άρχισε να αξιοποιείται όχι μόνο για τη ζεστασιά, το μαγείρεμα της τροφής και τον φωτισμό, αλλά και για την παραγωγή νέων αντικειμένων. Επίσης, το μαγείρεμα του φαγητού άλλαξε τις κοινωνικές συνήθειες του ανθρώπου, ο οποίος ξεκίνησε να μοιράζεται την τροφή του γύρω από φωτιές, αυξάνοντας την κοινωνικοποίησή του. Ο άνθρωπος σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ήταν κυρίως φυτοφάγος. Με την εξέλιξη των εργαλείων αναπτύχθηκε ταυτόχρονα  και το κυνήγι, αλλά δεν κατάφερε να εκτοπίσει τα φυτικά προϊόντα που παρέμειναν ως βασική διατροφική πηγή.  Οι μακρινοί μας πρόγονοι κατανάλωναν τρεις φορές περισσότερα φρούτα και λαχανικά.

Το σύνολο του αρχαιοβοτανικού υλικού, φυτικά μέρη, σπόροι, καρποί και άχυρα που, για διαφορετικούς λόγους, ήρθαν σε επαφή με τη φωτιά, απανθρακώθηκαν και έτσι διατηρήθηκαν μέσα στα αρχαιολογικά στρώματα. Το υλικό αυτό, περιλαμβάνει δημητριακά, όσπρια, φρούτα και καρπούς καθώς και άλλα αυτοφυή φυτά. Μονόκοκκο, δύκοκκο και μαλακό σιτάρι. Δίστιχο και εξάστιχο κριθάρι καθώς επίσης και σπόροι βρώμης. Τα είδη των οσπρίων που έχουν προσδιοριστεί είναι, φακή, μπιζέλι, λαθούρι και ρόβι. Εκτός από δημητριακά και όσπρια έχουν βρεθεί και σπόροι λιναριού. Σποραδικές είναι οι εμφανίσεις σπόρων από φρούτα και καρπούς όπως, σύκο, άγριο αχλάδι, βατόμουρα, κράνο, σαμπούκος, σχίνος-τσικουδιά, φουντούκι και σταφύλι.

 

Οι  Έλληνες πρόγονοί μας, στην παλαιολιθική εποχή, 2,5 εκατομμύρια χρόνια έως 12.000 χρόνια πριν, πιστεύεται ότι βάσιζαν τη διατροφή τους σε λαχανικά, φρούτα, καρπούς, ρίζες και κρέας. Δημητριακά, πατάτες, ψωμί και γάλα δεν υπήρχαν καθόλου. Με την ανάπτυξη της γεωργίας, περίπου 10.000 χρόνια πριν, η διατροφή μας εξελίχτηκε για να περιλάβει τις τροφές που θεωρούμε σήμερα βασικά προϊόντα. Ο προϊστορικός άνθρωπος δεν ήταν σαρκοβόρος, αλλά παμφάγο όν που αγαπούσε και τα λαχανικά. Μάζευε σπόρους, χρησιμοποιούσε φυτά και βότανα για γεύση και συντηρούσε το ψάρι και το κρέας, ενώ μάζευε άγρια φρούτα. Τις υπόλοιπες απαραίτητες  πρωτεΐνες τις έπαιρνε  από τα ψάρια και τα όσπρια…

 

Ψάρι, κύρια πηγή τροφής

Η αλιεία είναι μια πανάρχαια πρακτική που χρονολογείται τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, πριν περίπου 40.000 χρόνια. Αρχαιολογικά ευρήματα κοχυλιών και υπολειμμάτων από ψαροκόκαλα, καθώς και σχετικές βραχογραφίες σε σπήλαια δείχνουν ότι τα αλιεύματα αποτελούσαν σημαντική σε ποσότητα πηγή τροφής, αλλά και είδος ανταλλαγής για τους ανθρώπους της περιόδου εκείνης. Ένας υδάτινος ορίζοντας, ποτάμι, θάλασσα, λίμνη ή και έλος, αποτελούσε πάντα πόλο έλξης για ζώα και ανθρώπους. Οι λίμνες για τους προϊστορικούς οικισμούς, αποτελούσαν μια κύρια παραγωγική πηγή η οποία σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος οδηγούσε στην υιοθέτηση και άσκηση συγκεκριμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τα εργαλεία και οι πρακτικές αλιείας στις οποίες παραπέμπουν τα ευρήματα, δεν έχουν αλλάξει ριζικά από τη Νεολιθική εποχή ως σήμερα. Οι αλλαγές αφορούν κυρίως τα υλικά κατασκευής, που είναι αποτέλεσμα της προηγμένης τεχνολογίας. Οι προϊστορικοί ψαράδες, ψάρευαν με πετονιές, με δίχτυα, με καμάκια και όταν υπήρχε πληθώρα ψαριών ακόμη και με τα χέρια.

 

Η θάλασσα, τα ποτάμια και οι λίμνες έτρεφαν τους Έλληνες από τα προϊστορικά χρόνια, με τους ροφούς, τις σκορπίνες και τους σαργούς να είναι πρώτα στις προτιμήσεις τους, τα όστρακα να αποτελούν πρώτη ύλη για τη δημιουργία κοσμημάτων και η μεταποίηση να έχει προχωρήσει ακόμη και στη δημιουργία πάστας ψαριού. Τα ψάρια που πιάνονταν ήταν κυρίως παράκτια, μεσαίου μεγέθους όπως ροφοί, σκορπίνες, χριστόψαρα, συναγρίδες, λυθρίνια και σαργοί, ενώ στις λίμνες οι κάτοικοι των νεολιθικών οικισμών ψάρευαν γουλιανούς, κυπρίνους, τσιρόνια, χέλια και λιμναία όστρεα. Στην εποχή του Χαλκού, (Πρώιμη Εποχή του Xαλκού 3200-2000 π.X.) ο μεγαλύτερος όγκος των  ψαριών που κατανάλωναν σ’ ολόκληρο το Αιγαίο φαίνεται να ήταν τα μικρά παράκτια είδη. Στο νότιο Αιγαίο, οι μαρίδες και οι γόπες ήταν τα πιο κοινά είδη, με τα σπαράκια, τους χάνους, τις καλογρίτσες, τα μικρά λυθρίνια και τους σκάρους ν’ ακολουθούν. Τα όστρακα και ειδικά οι πεταλίδες και τα καβούρια, φαίνεται να καταναλώνονταν συστηματικά και κατά τόπους σε μεγάλες ποσότητες…

Τα ζώα εμπλουτίζουν τη διατροφή

Το άφθονο οστεολογικό υλικό από τους νεολιθικούς οικισμούς, προσφέρει αδιάσειστα στοιχεία για το κυνήγι και την άσκηση της κτηνοτροφίας. Αν και το πρόβατο είχε εμφανιστεί πριν 1 εκατομμύριο χρόνια στην Ασία, η εξημέρωσή του και η συμβίωση με τον άνθρωπο ξεκίνησε το 9000 π.Χ., ενώ του χοίρου και του άγριου βοδιού το 7000 π.Χ.  Έτσι οι κάτοικοι των οικισμών της νεολιθικής εποχής, εξέτρεφαν βοοειδή, αιγοπρόβατα και χοίρους. Εξέτρεφαν και κυνηγούσαν τα ζώα, όχι μόνο για το κρέας τους, αλλά και για την αξιοποίηση των οστών τους στην κατασκευή εργαλείων. Παράλληλα ξεκινάει και η εκμετάλλευση δευτερογενών προϊόντων, όπως αυτή του τυριού.

 

Η Ιστορία του τυριού είναι τόσο μακρόχρονη όσο και αυτή του ανθρώπινου γένους και συνδέεται με την εξημέρωση κατοικίδιων ζώων. Οι ρίζες της τυροκομίας δεν είναι γνωστές με βεβαιότητα. Είναι πολύ πιθανό η παρασκευή του να έγινε εντελώς τυχαία κατά την μεταφορά του γάλακτος μέσα σε στομάχια νεαρών ζώων. Αναφορές για το τυρί γίνονται σε πολλά αρχαία και κλασικά κείμενα. Από τη μυθολογία ακόμα, λέγεται ότι οι Θεοί έστελναν τον Αρίσταιο, γιο του Απόλλωνα, για να διδάξει στους Έλληνες την τυροκομία, ενώ από την Οδύσσεια του Ομήρου μαθαίνουμε για τον Κύκλωπα Πολύφημο και την τυροκομική τέχνη του, όπου δίνει περιγραφές των τυριών που ωρίμαζαν μέσα στη σπηλιά του. Το γιαούρτι μνημονεύεται από τον ιστορικό Ηρόδοτο τον 5ο αιώνα π.Χ. καθώς και από τον περίφημο γιατρό του 1ου-2ου π.Χ. αιώνα Γαληνό. Γύρω στο 3000 π.Χ. –τέλος νεολιθικής εποχής– το κρασί, το μέλι, διάφορα λαχανικά, όπως τα κρεμμύδια και τα καρότα που θα προσθέσουν γεύση στα φαγητά, το καρπούζι και αργότερα το ρύζι και τα μανιτάρια, θα εμπλουτίσουν τη διατροφή των ανθρώπων της νεολιθικής εποχής…