Ελάχιστοι «καμπανάδες» έχουν απομείνει αν και οι καμπάνες δεν κρατούν αιώνια και χρειάζονται ανανέωση. Συνήθως αντέχουν για 30-40 χρόνια, ανάλογα με τη μεταχείριση. Στα χωριά φθείρονται πιο πολύ γιατί είναι εκτεθειμένες στις καιρικές συνθήκες και η χρήση τους είναι μεγαλύτερη γιατί εκτός από τα θρησκευτικά, χτυπούν και για κοσμικά γεγονότα. Κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους για να προκαλέσουν λαοσύναξη, χρησιμοποιούσαν μεγάλα κομμάτια μετάλλου που τα χτυπούσαν αιωρούμενα με μετάλλινο ή ξύλινο ραβδί, όπως περίπου τα σημερινά σήμαντρα των μονών.

H χρήση της καμπάνας είναι αρχαιότατη. Τη συναντάμε στην προχριστιανική εποχή σε διάφορα λατρευτικά έθιμα καθώς και στους Σύρους, τους Aιγύπτιους και τους Pωμαίους. Ως εκκλησιαστικό όργανο, ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αμέσως μετά το τέλος των διωγμών. Στη Δύση, οι καμπάνες εμφανίστηκαν τον 6ο αιώνα και αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και στην Ανατολή. Στην Ορθόδοξη εκκλησία καθιερώθηκαν από τον 9ο αιώνα. Από τότε η καμπάνα αποτελεί θρησκευτικό σύμβολο των Ελλήνων, με εξαίρεση στα χρόνια της Tουρκοκρατίας όπου απαγορεύτηκε η χρήση της καμπάνας για να μην ταράσσεται ο ύπνος των νεκρών Μουσουλμάνων, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις. Για την κατασκευή της καμπάνας, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα καλό μέταλλο, δηλαδή σωστή αναλογία χαλκού και κασσίτερου.

Επίσης χρειάζεται σωστό χτίσιμο, σωστό καλούπωμα, καλό ψήσιμο και καλή χύτευση. H δουλειά του καμπανά είναι υπερβολικά εξειδικευμένη και δύσκολη, αφού και η παραμικρή λεπτομέρεια μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Για την κατασκευή μιας καμπάνας 500 κιλών, χρειάζονται πέντε ημέρες εντατικής δουλειάς, μέχρι ο τεχνίτης να φτάσει στην τελευταία και σπουδαιότερη φάση που είναι η χύτευση. H καμπάνα εδώ και αιώνες αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Οι ήχοι της καμπάνας, που ακολουθούν κάποιους σταθερούς κώδικες κωδονοκρουστών, θα συνεχίζουν να χτυπούν μεταφέροντας όχι μόνο θρησκευτικά μηνύματα αλλά και πνευματικά, όπως χαρά, λύπη, ενθάρρυνση, παρηγοριά και ελπίδα…