Κοφίνι, σύμβολο αφθονίας

Καλοθοπλέκτης είναι ο τεχνίτης που πλέκει καλάθια (από την αρχαία λέξη κάλαθος), πανέρια (από τη λατινική λέξη panarium) και κοφίνια ή κόφες (από την αρχαία λέξη κόφινος). Τα καλάθια ήταν γνωστά στους πρωτόγονους ανθρώπους πολύ πριν από τα πήλινα αγγεία. Το καλάμι και τα ψιλά κλωνάρια της αγριελιάς και της λυγαριάς είναι οι πρώτες ύλες του καλαθοπλέκτη. Το καλάθι αποτελείται από το σκελετό, που σχηματίζεται από τις στερεότερες βέργες και γύρω απ’ το σκελετό, που σχηματίζεται από τις στερεότερες βέργες. Τα υλικά μαζεύονταν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και, για να μην αλλοιωθεί το χρώμα τους, τα έβρεχαν με νερό και τα συντηρούσαν με λινάτσα βρεγμένη, και τα έπλεκαν βρεγμένα για να είναι πιο ευλύγιστα. Από τα χέρια του καλοθοπλέκτη έβγαιναν τα παρακάτω είδη: Κοφίνι: Πρόκειται για σφιχτή και δυνατή κατασκευή, χωρητικότητας περίπου 20-25 κιλών. Το κοφίνι ήταν απαραίτητο στο μάζεμα της ελιάς. Καλάθι: Όμοια κατασκευή με το κοφίνι αλλά πιο ελαφριά και αραιή, που ήταν κατάλληλη για μεταφορά ή αποθήκευση τροφίμων. Γαλίκι: Πλέκεται όπως το κοφίνι, έχει όμως ένα μεγάλο χερούλι στο πάνω μέρος αντί για δύο μικρά. Κατάλληλο για τη μεταφορά ελιάς και σταφυλιού, χωράει μέχρι και 60 κιλά. Κόφα: Μοιάζει με το γαλίκι, είναι όμως ψηλότερη, με δύο χερούλια στο πλάι, για να μεταφέρονται 70 κιλά περίπου καρπού, που είναι η χωρητικότητά της. Πανέρι: Συνήθως είναι μικρό και ρηχό για να τοποθετούνται φρούτα, χόρτα, ψωμί αλλά και φρεσκοπλυμένα ρούχα. Τα Ψυχοσάββατα γεμίζουν οι εκκλησίες πανέρια με κόλυβα. Κάνιστρο: Πανέρι ελαφράς κατασκευής και αισθητικά περισσότερο επιμελημένο, κατάλληλο να δέχεται δώρα, και μάλιστα του γαμπρού προς τους συγγενείς της νύφης. Μπουγαδοκόφινα: Κοφίνι ελαφριάς κατασκευής, ύψους 80 εκ., με μεγάλο φάρδος και διάμετρο γύρω στο 1 μέτρο. Μ’ αυτό οι γυναίκες μετέφεραν τα ρούχα της μπουγάδας, προκειμένου να ακολουθήσει η λεύκανσή τους με την αλισίβα. Το κοφίνι του Λαζάρου: Μικρό καλαθάκι γύρω στα 20 εκ., με διάμετρο 15 εκ. Στολισμένο με λουλούδια το προσφέρανε οι νοικοκυρές στα κοριτσόπουλα που τους έλεγαν το «Λάζαρο»….. «Ήλε ο Λάζαρος βαβά, το κοφ’νάκι μ’ θελ’ αυγά».