Η καταγωγή του ονόματος “ΛΕΜΟΝΑΔΙΚΑ”

Ο όρμος που σχηματίζεται στο κέντρο του λιμανιού ονομάζεται  Ακτή Τζελέπη. Η Ακτή Τζελέπη οφείλει την ονομασία της στον Γιαννακό Τζελέπη, παλαίμαχο αγωνιστή του ’21, ο οποίος υπήρξε από τους πρώτους κατοίκους του νεώτερου Πειραιά. Το 1829 ο Τζελέπης, φέρεται ότι έχτισε στην περιοχή μια «εκλεκτή οικία» – Μέγαρο – Πανδοχείο. Το όνομά του η περιοχή το διατηρεί μέχρι σήμερα. Αργότερα, ο ίδιος και οι συνεργάτες του έχτισαν σπίτι και στην πλατεία Όθωνος, όπου από το 1836 έως και το 1861 λειτούργησαν και οι εγκαταστάσεις της Αγοράς του Πειραιά. Μεταξύ της πλατείας Καραϊσκάκη, Ακτής Τζελέπη απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά ονομάστηκε η περιοχή Λεμονάδικα γιατί έρχονταν τα καΐκια από τα νησιά φορτωμένα φρούτα και λαχανικά. Στην αποβάθρα συγκεντρώνονταν έμποροι, μεσάζοντες, αγοραστές, πωλητές, μέχρι και λογιστές για τις διαπραγματεύσεις. Ανάμεσά τους και μεγάλος αριθμός αμαξών και κάρων, αφού οι μεταφορές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες λόγω έλλειψης οδικού δικτύου και μεταφορικών μέσων.

Η ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς

Αξημέρωτα τα καΐκια κατέφθαναν με τα φρούτα και τα λαχανικά και στην προβλήτα επικρατούσε πανικός, ώστε τα προϊόντα να φτάσουν έγκαιρα στα υπόστεγα των εμπόρων που βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο μακριά. Το συνωστισμό εκμεταλλεύονταν και άλλοι πλανόδιοι, αλλά συνήθως παράνομοι μικροπωλητές που προσπαθούσαν να διαθέσουν τη δική τους πραμάτεια. Από τυρόπιτες και κουλούρια, μέχρι τσιγάρα και κομπολόγια. Ο πανικός αυτός δημιουργούσε τις καλύτερες προϋποθέσεις για να δράσουν και οι μικροαπατεώνες. Έτσι μετά τις φωνές, τις συμπλοκές, τις διαφωνίες αλλά και τις συμφωνίες για το κλείσιμο των διαπραγματεύσεων, πολλοί από τους εμπλεκόμενους, διαπίστωναν ότι τους έλειπε από την τσέπη το πορτοφόλι ή κάποιο ακριβό αντικείμενο. Οι δύσκολες διαπραγματεύσεις και οι διαφωνίες πωλητών και εμπόρων, ήταν η χαρά του μικροαπατεώνα. Οι πορτοφολάδες, δρούσαν οργανωμένα και είχαν κωδικοποιημένες λέξεις για να συνεννοηθούν, αφού δρούσαν πάντα δύο μαζί. Και οι δύο μαζί είχαν τη συνθηματική ονομασία Λαχανάδες. Λάχανα ονόμαζαν τα μεγάλα προπολεμικά χαρτονομίσματα. Κωδικός ονομασίας για το πορτοφόλι, ήταν παντόφλα. Ο χρυσοδάχτυλος, ήταν αυτός που έπαιρνε τα λεφτά και τα έδινε αμέσως στον συνεργάτη του, ώστε εάν γίνει τσακωτός, να μην του έβρισκαν χρήματα πάνω του. Στη συνέχεις έκρυβαν το πορτοφόλι σε ασφαλές σημείο για μεγάλο διάστημα μέχρι να ξεχαστεί η κλοπή. Οι περισσότεροι βέβαια πορτοφολάδες ήταν σεσημασμένοι και μπαινόβγαιναν στις φυλακές, ακόμη και με μια απλή κατηγορία χωρίς αποδείξεις. Ο πορτοφολάς, μετά την αποφυλάκισή του, δεν ήθελε να ξέρει κανείς ότι τον έπιασε η αστυνομία με το κλεμμένο πορτοφόλι στο χέρι. Έτσι θα χαρακτηριζόταν ως ο «μάγκας λαχανάς» και θα εμφανιζόταν ξανά στη πιάτσα με ψιλά το κεφάλι. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, όλοι για μια υπόληψη ζούμε…

Η καταστροφή

Η ζωή των Λεμονάδικων δεν θα κρατούσε όμως για πολύ ακόμα. Ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς ήθελε να διώξει από την περιοχή τους ρεμπέτες και χασισοπότες. Έτσι το 1937, οι εγκαταστάσεις και οι παράγκες της περιοχής, «όλως τυχαίως» πήραν φωτιά. Η πυροσβεστική του Δήμου, αντί για νερό έριχνε πετρέλαιο. Η πλατεία Καραϊσκάκη και τα Λεμονάδικα καταστράφηκαν ολοσχερώς και μαζί τους ξεσπιτώθηκαν και οι μάγκες, οι ρεμπέτες και οι χασισοπότες της περιοχής. Τα Λεμονάδικα μεταφέρθηκαν ανάμεσα στα Καμίνια και το Ν. Φάληρο, στην αρχή της Πειραιώς, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού, όπου και έμειναν μέχρι το Μάρτιο του 1965, οπότε και μεταφέρθηκαν στην Κεντρική Λαχαναγορά στο Ρέντη.
 

Τα Λεμονάδικα έγιναν ευρέως γνωστά από ένα ρεμπέτικο τραγούδι.

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου έγραψε το ρεμπέτικο «Κάτω στα Λεμονάδικα», το οποίο τραγούδησαν και άλλοι γνωστοί ερμηνευτές, όπως Εσκενάζυ, Περπινιάδης, Ρούκουνας, Μπέλλου, Ζαγοραίος και άλλοι. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1934, αλλά ο δημιουργός του ο Παπάζογλου, ζούσε ανάλογες εμπειρίες από την καταστροφή του ’22 και μετά που κατέφθασε πάμπτωχος στον Πειραιά. Τραγουδούσε στα Λεμονάδικα περιμένοντας το φιλοδώρημα των περαστικών. Ο συνθέτης, που δεν είχε συμβιβαστεί με τη μεταξική λογοκρισία, πέθανε στην Κατοχή, στα 45 του χρόνια, από τη φυματίωση και την πείνα, αρνούμενος να τραγουδήσει σε μεγάλα κέντρα όπου εκείνη την εποχή λεφτά για διασκέδαση είχαν μόνο οι μαυραγορίτες.  Κοντά στον Παπάζογλου και ο μεγάλος ρεμπέτης του Πειραιά Γιώργος Τσωρός, γνωστός ως Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης που ήταν από τους πρώτους «μάγκες» και ρεμπέτες του Πειραιά. Το 1931 ο Γιώργος Μπάτης άνοιξε έναν καφενέ, το «ΖώρζΜπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη), στο οποίο σύχναζαν πολλοί από τους μάγκες και τους ρεμπέτες της εποχής. Επίσης δημιούργησε το πρώτο Ρεμπέτικο συγκρότημα μαζί με τον Μήτσο Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα, το Στέλιο Κερομύτη και άλλους που δίδαξαν το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι. Η ιστορία του ρεμπέτικου ταυτίζεται με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας (από τα τέλη του 1800 ως το 1950-55 περίπου). Από το 1912 (απελευθέρωση και προσάρτηση νέων εδαφών) μέχρι το 1922 (Μικρασιατική Καταστροφή), η ηπειρωτική Ελλάδα δέχεται πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες. Η συγκέντρωση αυτού του προσφυγικού πληθυσμού στο περιθώριο των αστικών κέντρων, και κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, συντέλεσε στη δημιουργία και ανάπτυξη του ρεμπέτικου. Οι μουσικές ρίζες του ρεμπέτικου ανάγονται στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου.
Ο όρος «ρεμπέτης» ανάγεται στην περίοδο της τουρκοκρατίας και σημαίνει αυτόν που ζει εκτός νόμου, έξω από τους κανόνες ζωής μιας κοινωνίας. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «ρέμβομαι» και το μεσαιωνικό «ρέμπομαι» που το συναντούμε και στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου και σημαίνει γυρίζω, ρεμβάζω, περηφανεύομαι. Κάτω από τον όρο «ρεμπέτικο» στεγάστηκαν  λαϊκά στρώματα, εργάτες, μικρομεσαίοι, περιθωριακοί. Την τιμητική τους στους στίχους αυτών των τραγουδιών είχαν οι έμποροι και οι εργαζόμενοι στη λαχαναγορά. Είναι γνωστό το τραγούδι που έγραψε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πάνω στην «ελεγεία» του Ετεοκλή Τσώλη «Του Βοτανικού ο μάγκας». Ένας μάγκας που πιθανόν να εργαζόταν στα περιβόλια της Κολοκυνθούς και τα βράδια να τα έπινε στις ταβέρνες του Βοτανικού και στα μπουζούκια. Αυτός ο μόρτης με το «ωραίο παρελθόν» που «πάντα όμορφα γλεντούσε και δεν έκανε κακό / και τον αγαπούσαν όλοι μέσα στον Βοτανικό». υπάρχει όμως και ο άλλος, του τραγουδιού « Ένας μάγκας στον Βοτανικό», που έγραψε ο Μάρκος Βαμβακάρης και τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αυτός ο άλλος μάγκας στο Βοτανικό, μπορεί ήτανε γιος περιβολάρη του Ταύρου ή του Ρέντη ή να είχε πόστο στη λαχαναγορά του Κεραμικού. Πήγαινε καμπόσος και ματσωμένος στον Βοτανικό, στα μπουζούκια και στα καμπαρέ, αυτός που «είναι ζόρικος και μπελαλής / στο Βοτανικό ο πιο νταής». Αυτός που «μισές τραβάει, ποτήρια σπάει / σκίζεται για μια μελαχρινή / μα στη σούρα του γουστάρει / και καμιά ξανθή».