Ο μινωικός πολιτισμός της Κρήτης αποτελεί ιστορικό αίνιγμα. Ένας σπουδαίος πολιτισμός εμφανίστηκε, άνθησε και έσβησε στα μέσα της Εποχής του Χαλκού. Άφησε πίσω του απαράμιλλη αρχαιολογική κληρονομιά, που περιλαμβάνει εξαίσια έργα τέχνης. Η αρχαιολογία απέδειξε ότι στην ακμή τού μινωικού πολιτισμού πόλεις και χωριά χτίστηκαν κατά μήκος των ακτών της Κρήτης και στην ορεινή ενδοχώρα της. Ο Όμηρος αναφέρει τις «εκατό πόλεις» του νησιού και οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις επιβεβαίωσαν την εκτίμησή του. Οι Μινωίτες αποίκισαν επίσης πολλά από τα κοντινά νησιά στο νότιο Αιγαίο και ο πολιτικός τους έλεγχος εκτεινόταν σχεδόν μέχρι την ηπειρωτική Ελλάδα (όπως υποδεικνύει η ιστορία του Θησέα). Επομένως, τόσο το εμπόριο όσο και η πολιτική εξουσία των Μινωιτών στηρίζονταν στον έλεγχο της θάλασσας, ενώ οι διακοσμήσεις σε πήλινα αγγεία και σφραγίδες φανερώνουν τους τύπους πλοίων που χρησιμοποιούσαν. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας συγκρότησε στόλο για να κατακτήσει τις νότιες Κυκλάδες, καθαρίζοντας τις θάλασσες από τους πειρατές και επιβάλλοντας φόρο στις αποικίες του. Τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού δεν είχαν ισχυρά τείχη, πράγμα που σημαίνει ότι το μινωικό κράτος δεν κινδύνευε από επιθέσεις. Εφόσον ο πολιτισμός του Μίνωα βασιζόταν στο σχετικά εύφορο νησί της Κρήτης, ο στόλος του αρκούσε για να προστατεύσει το κράτος από εισβολείς. Η ίδια ασφάλεια εκτεινόταν σε όλα τα νησιά της μινωικής ηγεμονίας – επρόκειτο για τη «μινωική ειρήνη» (Pax Minoica), όπως την αποκαλούν ορισμένοι Έλληνες επιστήμονες. Αυτή η εποχή ευημερίας και πολιτιστικής προόδου έφτασε στο απόγειό της γύρω στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., την εποχή που δημιουργήθηκαν τα περισσότερα ανάκτορα και τα περισσότερα έργα μινωικής τέχνης. Χρυσοχόοι, γλύπτες, ζωγράφοι και σφραγιδοποιοί προόδευσαν υπό την προστασία της μινωικής αυλής, δημιουργώντας καλλιτεχνήματα που συναγωνίζονταν ή και ξεπερνούσαν την παραγωγή της Αιγύπτου κατά την ίδια εποχή. Το εμπόριο ανθούσε, όπως μαρτυρά η παρουσία κρητικών τεχνουργημάτων στην Αίγυπτο και τη Φοινίκη και η γραπτή κληρονομιά των Μινωιτών.
Μια μυστηριώδης γλώσσα
Οι ανασκαφές στα ανακτορικά κέντρα της Κρήτης έφεραν στο φως πολυάριθμα δείγματα μιας ιερογλυφικής γραφής, που χρησιμοποιούνταν συχνά σε συνδυασμό με μια γραμμική γραφή, την οποία οι αρχαιολόγοι ονόμασαν Γραμμική Α. Μολονότι σημειώθηκε πρόοδος στην αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών, η Γραμμική Α δεν έχει ακόμα αποκαλύψει τα μυστικά της. Η γλώσσα αυτή χρησιμοποιήθηκε για αιώνες μέχρι το 1700 π.Χ., όταν απανωτοί σεισμοί κατέστρεψαν την Κνωσό και άλλα ανάκτορα, οδηγώντας στην ανοικοδόμηση των μινωικών πόλεων. Από το 17ο αιώνα και μετά αναπτύχθηκε ένα νέο είδος γραφής. Ο Άρθουρ Έβανς ανακάλυψε πολλές πινακίδες από πηλό με τη Γραμμική Β. Οι πινακίδες δείχνουν ότι ψήθηκαν σε φωτιά, πιθανόν στην πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς το μινωικό κέντρο εξουσίας. Το 1952 ο ερασιτέχνης γλωσσολόγος Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris) αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική Β, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για συλλαβική γραφή, που αποτελούσε πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας. Βοήθησε επίσης να εξηγηθεί η φύση των ιερογλυφικών εικονογραμμάτων που βρέθηκαν σε αρκετές πινακίδες, προσφέροντας στους επιστήμονες τη δυνατότητα να κατανοήσουν περισσότερο την τελευταία περίοδο του μινωικού πολιτισμού. Οι επιγραφές αναφέρονται στη χρήση των ανακτόρων ως τεράστιων αποθηκών, αλλά δεν καταφέρνουν να εξηγήσουν την τελική καταστροφή του μινωικού κόσμου. Μια απλή σύγκριση ανάμεσα στα αρχαιολογικά κατάλοιπα των Μινωιτών και αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού δείχνει ότι ο ανώτερος μινωικός πολιτισμός δε διαδόθηκε απευθείας στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Παρά τις αποδεδειγμένες γλωσσικές ομοιότητες και τους πιθανούς πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς ανάμεσα στη μινωική ναυτική αυτοκρατορία και τις μικρές πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας, λίγα στοιχεία του μινωικού πολιτισμού φαίνεται να υιοθετήθηκαν από τους Έλληνες. Αυτό φανερώνει πως, όταν έφτασε για τους Μινωίτες το τέλος, ο πολιτισμός τους δεν αφομοιώθηκε, αλλά χάθηκε από ένα πολύ πιο τραγικό συμβάν. Οι λόγοι στους οποίους αποδίδεται η κατάρρευση του μινωικού κόσμου αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαμάχης. Το 1952 ο ερασιτέχνης γλωσσολόγος Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris) αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική Β, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για συλλαβική γραφή, που αποτελούσε πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας. Βοήθησε επίσης να εξηγηθεί η φύση των ιερογλυφικών εικονογραμμάτων που βρέθηκαν σε αρκετές πινακίδες, προσφέροντας στους επιστήμονες τη δυνατότητα να κατανοήσουν περισσότερο την τελευταία περίοδο του μινωικού πολιτισμού. Οι επιγραφές αναφέρονται στη χρήση των ανακτόρων ως τεράστιων αποθηκών, αλλά δεν καταφέρνουν να εξηγήσουν την τελική καταστροφή του μινωικού κόσμου.
Η παρακμή του μινωικού πολιτισμού
Το όμορφο ηφαιστειογενές νησί της Σαντορίνης φαίνεται να είναι το κλειδί για τη μοίρα του μινωικού πολιτισμού. Στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. συνέβη εκεί η μεγαλύτερη έκρηξη ηφαιστείου που έγινε ποτέ. Ενώ το μισό νησί καταποντιζόταν, ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα κινήθηκε ορμητικά προς το νότιο Αιγαίο και πλημμύρισε τις κρητικές πόλεις. Τα γεγονότα που προκάλεσαν την παρακμή και την καταστροφή του μινωικού πολιτισμού είναι στην πλειονότητά τους άγνωστα, αλλά οι επιστήμονες συμφωνούν ότι ίχνη παρακμής μπορούν να εντοπιστούν ήδη από το 1500 π.Χ. Έναν αιώνα αργότερα, οι περισσότερες μινωικές πόλεις είχαν καταστραφεί από πυρκαγιά και ο μινωικός πολιτισμός κατέρρεε. Από την ανοικοδόμηση της Κνωσού γνωρίζουμε ότι μια φυσική καταστροφή, ίσως σεισμός, κατέστρεψε την περιοχή το 1700 π.Χ. περίπου, αλλά ο πολιτισμός παρέμεινε αρκετά ακμαίος, ώστε το μινωικό ανάκτορο να ξαναχτιστεί ακόμα πιο μεγαλόπρεπο. Οι Κρήτες κυριαρχούσαν στον αιγαιακό χώρο για δύο ακόμα αιώνες, μέχρι που επήλθε κι άλλη καταστροφή. Το ηφαίστειο στη Θήρα εξερράγη το 1500 π.Χ. περίπου και το μισό νησί που κατείχαν οι Μινωίτες καταποντίστηκε. Ένα μεγάλο παλιρροϊκό κύμα, που εκτιμάται ότι είχε ύψος 200 και πλέον μέτρα, κινήθηκε ορμητικά νότια και πλημμύρισε τη βόρεια ακτή της Κρήτης. Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η καταστροφή συνέβη δύο σχεδόν αιώνες αργότερα, αλλά όλο και περισσότερες ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της πρώτης χρονολογίας. Το αποτέλεσμα της έκρηξης ήταν σαρωτικό. Ο αέρας γέμισε με στάχτη και δηλητηριώδη αέρια. Ωστόσο, το ηφαίστειο δεν ήταν το μόνο υπεύθυνο για την κατάρρευση της μινωικής αυτοκρατορίας. Το παλιρροϊκό κύμα προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στα μινωικά αστικά κέντρα, γεγονός που είχε ως συνέπεια το οικονομικό χάος. Παρά ταύτα, αν λάβουμε υπόψη τη νεότερη χρονολόγηση της καταστροφής, αυτή συμπίπτει με τα χρόνια στα οποία τοποθετείται η πρώτη καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού και η κατασκευή άλλου πιο μεγαλόπρεπου. Οι επιδρομές των Λαών της Θάλασσας Η εποχή της έξοχης καλλιτεχνικής παραγωγής των Μινωιτών τοποθετείται έναν και πλέον αιώνα πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Μολονότι προγενέστεροι μελετητές θεωρούσαν ότι η έκρηξη προκάλεσε την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού, σήμερα θεωρείται πιο πιθανό ότι ο πολιτισμός αυτός όχι μόνο επέζησε, αλλά και άκμασε κατά τους επόμενους αιώνες. Στην πραγματικότητα, οι μόνες επιπτώσεις που είχε μακροπρόθεσμα η έκρηξη ήταν η καταστροφή της καλλιεργούμενης γης στην περιοχή και η καταστροφή ή ο καταποντισμός του μεγαλύτερου μέρους της Θήρας, μια καταστροφή που συσχετίστηκε από ορισμένους με το μύθο της χαμένης Ατλαντίδας. Οι Μινωίτες επιβίωσαν για μερικούς ακόμη αιώνες, αλλά η ισορροπία δυνάμεων άλλαζε συνεχώς στο Αιγαίο. Στις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ., πολεμόχαροι λαοί από την ηπειρωτική Ελλάδα άρχισαν να καταπατούν την εξασθενημένη Μινωική αυτοκρατορία. Τις αρχικές επιδρομές ακολούθησαν κατακτητικές εκστρατείες. Πρώτες έπεσαν στα χέρια των επιδρομέων από την ηπειρωτική Ελλάδα οι νησιωτικές κτήσεις των Μινωιτών. Έπειτα οι επιδρομές επεκτάθηκαν και στην ίδια την Κρήτη. Το 1450 π.Χ. περίπου οι νεοφερμένοι –κατά πάσα πιθανότητα Μυκηναίοι– κατέκτησαν τη Μινωική Κρήτη και κατέστρεψαν όλα τα ανάκτορα και τις πόλεις της, με εξαίρεση την Κνωσό, η οποία προφανώς παρέμεινε ως πρωτεύουσα για τους νέους κυρίους του νησιού. Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι Έλληνες κατακτητές αποσύρθηκαν από την Κρήτη γύρω στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ., οπότε οι Μινωίτες επιχείρησαν να αναδιοργανώσουν τη ρημαγμένη τους χώρα. Με τον περιορισμό των πόλεών τους, με την απώλεια του εμπορικού τους στόλου και την καταστροφή της αγροτικής τους οικονομίας, οι Μινωίτες δεν ήταν εύκολο να επιβιώσουν. Δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να χτίσουν πάνω στις στάχτες των παλιών τους πόλεων και σταδιακά ο ξεχωριστός μινωικός πολιτισμός του νησιού παράκμασε, αφήνοντας την Κρήτη να είναι ένα απλώς αυτόνομο νησί υπό την επικυριαρχία μιας ανώτερης αιγαιακής δύναμης. Κατά τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. ένα κύμα εισβολέων από την Ευρώπη και την Ασία, που είναι γενικά γνωστοί ως «Λαοί της Θάλασσας», επέδραμαν στην Κρήτη και, αφού κατέστρεψαν ό,τι εγκαταστάσεις βρήκαν εκεί, χρησιμοποίησαν το νησί ως βάση για περαιτέρω επιδρομές στην ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Ένας σπουδαίος πολιτισμός είχε καταστραφεί. Τα απομεινάρια των άλλοτε λαμπρών του πόλεων θα έμεναν θαμμένα για 3.200 χρόνια.
Κνωσός
Το πιο εντυπωσιακό κατάλοιπο του μινωικού πολιτισμού είναι το ανάκτορο της Κνωσού. Μαζί με μικρότερα ανακτορικά συγκροτήματα στη Φαιστό, στα Μάλια και στη Ζάκρο, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα για το μινωικό πολιτισμό, για τη σπουδαιότητα και τη λάμψη της βασιλικής του αυλής. Ο Ερρίκος Σλήμαν, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την Τροία και τις Μυκήνες, ήθελε να πραγματοποιήσει ανασκαφές σε μια πολλά υποσχόμενη τοποθεσία της Κρήτης. Αντιδικίες όμως με τον ιδιοκτήτη της γης εμπόδισαν την έναρξη οποιασδήποτε εργασίας πριν από το θάνατο του Σλήμαν. Η ευκαιρία δόθηκε στο Βρετανό αρχαιολόγο σερ Άρθουρ Έβανς. Οι εργασίες άρχισαν στο χώρο της Κνωσού το 1895 και σιγά σιγά ήρθαν στο φως τα υπολείμματα ενός τεράστιου ανακτόρου. Ο Έβανς βρήκε ενδείξεις ότι το ανάκτορο και ο χώρος της Κνωσού κατοικούνταν κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. και ότι τα κτίρια που είχαν χτιστεί πριν από το 2600 π.Χ. ήταν περίτεχνα και σημαντικά. Αυτή λοιπόν η εγκατάσταση χτίστηκε κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο συγκρότημα, το οποίο χρησιμοποιούνταν αδιάλειπτα μέχρι το 1100 π.Χ., χρονολογία που σηματοδοτεί το τέλος της αρχαίας ελληνικής «ηρωικής εποχής» των Μυκηνών στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος. Το ανάκτορο καταλάμβανε την επίπεδη κορυφή του λόφου Κεφάλα και κάλυπτε μια επιφάνεια 20.000 τετραγωνικών μέτρων περίπου.
Η τεράστια έκταση του χώρου δεν επέτρεπε να ανασκαφεί πλήρως από τους αρχαιολόγους, οπότε η προσοχή επικεντρώθηκε στο ίδιο το ανάκτορο. Το μέγεθος του ανακτόρου φανερώνει ότι δεν αποτελούσε μόνο έδρα της βασιλικής εξουσίας. Πρέπει να ήταν επίσης κέντρο θρησκευτικό και να φιλοξενούσε διοικητικές υπηρεσίες του μινωικού κράτους. Ήταν επομένως μια πόλη μέσα στην πόλη και διαιρούνταν σε πολλές ξεχωριστές πτέρυγες. Συνολικά το συγκρότημα περιλάμβανε 1.400 περίπου δωμάτια ή διαμερίσματα και επιπλέον αναρίθμητες αυλές και διαδρόμους. Το περιέ βαλλε ισχυρό τείχος με τόσο πολλές πύλες, ώστε η υπεράσπισή του από τυχόν εισβολή θα πρέπει να ήταν μάλλον αδύνατη. Στιγμιότυπα ενός πολιτισμού Ανασκαφές στο κέντρο του συγκροτήματος αποκάλυψαν ίχνη ενός παλαιότερου και μικρότερου ανακτόρου, χτισμένου γύρω στο 2000 π.Χ. Καταστράφηκε τρεις αιώνες αργότερα, πιθανόν από σεισμό ή ίσως από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Το ύστερο ανάκτορο είχε διαμορφωθεί γύρω από μια τεράστια αυλή και η κεντρική είσοδος στο συγκρότημα βρισκόταν στο δυτικό του άκρο. Προς τα δυτικά υπήρχε μια πτέρυγα για θρησκευτικές τελετές, γεμάτη βωμούς και θυσιαστήριους λάκκους. Το εξωτερικό δυτικό άκρο του ανακτόρου φιλοξενούσε πολλές αποθήκες, ενώ προς τα νότια ένα δίκτυο διαδρόμων και προθαλάμων οδηγούσε σε μια πτέρυγα με δωμάτια για θρησκευτική χρήση, καθώς και στην κεντρική αυλή. Στο βόρειο άκρο της κεντρικής αυτής περιοχής υπήρχε ένα προπύλαιον, μια αίθουσα με κίονες, που σήμερα αναφέρεται ως Τελωνείο, και γύρω μικρότερες αποθήκες και διαμερίσματα. Προς τα ανατολικά βρισκόταν το άδυτο του ανακτόρου. Το μέγαρον του βασιλιά, στο οποίο οδηγούσε μια μεγαλόπρεπη κλίμακα, το περιέβαλλε σειρά από λαμπρά ιδιωτικά διαμερίσματα. Το άναρχα δομημένο αυτό ανάκτορο αποτελούσε την πιο μεγαλόπρεπη αρχιτεκτονική κατασκευή σε ολόκληρη τη λεκάνη του Αιγαίου και ήταν το κέντρο της πολιτικής εξουσίας για 600 περίπου χρόνια. Το ανάκτορο ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες, λαμπρά δείγματα ενός μεγάλου πολιτισμού. Στον πομπικό διάδρομο απεικονίζονται Μινωίτες υπηρέτες να κουβαλούν αγγεία με υγρά μέσα στο ανάκτορο. Σε άλλες τοιχογραφίες απαντούν ο Πρίγκιπας των Κρίνων (ένας νεαρός ιερέας-βασιλιάς), γαλάζια δελφίνια στα διαμερίσματα της βασίλισσας και άφθονες απεικονίσεις ταύρων, αθλητών, βασιλικών μορφών, ιερειών και στρατιωτών. Οι επιστήμονες ακόμα προσπαθούν να αντλήσουν πληροφορίες από αυτές τις υπέροχες τοιχογραφίες που μας μυούν στη ζωή της μινωικής αυλής και στις θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής.
Λαβύρινθος
Το μεγαλείο του μινωικού πολιτισμού ώθησε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς να χρησιμοποιήσουν την Κρήτη ως σημείο αναφοράς για τις μυθολογικές τους ιστορίες, τονίζοντας το βαρβαρικό χαρακτήρα του «ταυρικού» πολιτισμού των Μινωιτών και τη σχέση ανάμεσα στους Μινωίτες βασιλείς και τους ήρωες και θεούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, πρώτος ηγεμόνας της Κρήτης ήταν ο βασιλιάς Μίνωας, γιος του Δία και της Ευρώπης. Σύμφωνα με τους κρητικούς μύθους, ο Ζευς γεννήθηκε στην Κρήτη και θάφτηκε κάτω από το ιερό βουνό Γιούκτας. Ο Μίνωας διοικούσε την Κρήτη από το ανάκτορό του στην Κνωσό και η σύζυγός του Πασιφάη (κόρη του Περσέα) του χάρισε αρκετά παιδιά. Ο Μίνωας πολέμησε ενάντια στα αδέρφια του, το Σαρπηδόνα και το Ραδάμανθη, για το θρόνο και τους εξόρισε στη Λυδία της Μικράς Ασίας. Ο Ποσειδώνας τον βοήθησε να νικήσει το Σαρπηδόνα. Για να γιορτάσει τη νίκη, ο Ποσειδώνας έστειλε στο Μίνωα ένα μεγαλόπρεπο ταύρο να τον προσφέρει θυσία στο θεό της θάλασσας. Ο Μίνωας δίστασε να θυσιάσει ένα τόσο υπέροχο ζώο και στη θέση του θυσίασε ένα κατώτερο. Οργισμένος με την απάτη, ο Ποσειδώνας πήρε εκδίκηση εμπνέοντας στην Πασιφάη πόθο για το ζώο. Η βασίλισσα και το κτήνος ζευγάρωσαν και έτσι γεννήθηκε ένα τερατόμορφο πλάσμα, μισό ταύρος και μισό άνθρωπος. Το πλάσμα αυτό, ο Μινώταυρος, τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα και ο Μίνωας κατέφυγε για βοήθεια στον περίφημο Αθηναίο τεχνίτη Δαίδαλο, ζητώντας του να κατασκευάσει ένα λαβύρινθο για να κλείσει μέσα το ζώο. Ο Μίνωας ανακάλυψε αργότερα ότι ο Δαίδαλος είχε βοηθήσει τον Ποσειδώνα να μαγέψει την Πασιφάη, κι έτσι τον φυλάκισε μέσα στο ίδιο του το έργο μαζί με το Μινώταυρο. Ο Δαίδαλος κατασκεύασε φτερούγες και, μαζί με το γιο του Ίκαρο, ξέφυγε πετώντας μακριά από το λαβύρινθο. Δυστυχώς όμως ο Ίκαρος πλησίασε πολύ κοντά στον ήλιο, η θέρμη του οποίου έλιωσε το κερί που συγκρατούσε τις φτερούγες στους ώμους του και ο νέος έπεσε στο πέλαγος. Αίμα για το Μινώταυρο Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, που ήταν περίφημος αθλητής, δολοφονήθηκε από τους Αθηναίους, όταν νίκησε σε αγώνες που είχε οργανώσει ο βασιλιάς τους Αιγέας. Τότε ο Μίνωας εκστράτευσε εναντίον των Αθηναίων και, αφού τους νίκησε, τους επέβαλε να αποτίσουν φόρο αίματος. Κάθε χρόνο επτά νέοι και επτά νέες αποστέλλονταν στην Κνωσό, βορά για το Μινώταυρο. Ο Θησέας ζήτησε να σταλεί και αυτός μαζί με τους άλλους και με τη βοήθεια της Αριάδνης μπήκε στο λαβύρινθο. Πάλεψε και σκότωσε το Μινώταυρο, βάζοντας τέλος στο φόρο αίματος και εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή ειρήνης ανάμεσα στους Κρήτες και στους πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Μίνωας βρήκε το θάνατο στην προσπάθειά του να εκδικηθεί το Δαίδαλο, τον οποίο κυνήγησε μέχρι τη Σικελία. Το Μίνωα διαδέχτηκε ο γιος του Δευκαλίωνας και αυτόν ο δικός του γιος Ιδομενέας.
Οι σχέσεις Κρητών και Ελλήνων πρέπει να βελτιώθηκαν τότε, αφού ο Ιδομενέας βοήθησε το Μυκηναίο Αγαμέμνονα στον πόλεμο εναντίον της Τροίας. Μύθος ή πραγματικότητα; Ο Άρθουρ Έβανς θεωρούσε το Μίνωα ιστορικό πρόσωπο και χρησιμοποίησε το όνομά του για να προσδιορίσει τον κρητικό πολιτισμό της Εποχής του Χαλκού. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν απεικονίσεις ταύρων σε γλυπτά, τοιχογραφίες και ειδώλια, στοιχείο που φανερώνει ότι κάποιος τελετουργικός δεσμός συνέδεε τον ταύρο με τους Μινωίτες. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από τους μετέπειτα Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, που χρησιμοποίησαν στοιχεία αυτής της ταυρολατρείας στους μύθους τους. Ο Λαβύρινθος είναι ίσως ένα άλλο παράδειγμα μισοξεχασμένου γεγονότος. Ο χώρος του ανακτόρου περιλάμβανε 1.400 περίπου δωμάτια και επιπλέον πολυάριθμες στοές, διαδρόμους και αυλές. Σε πολλούς το όλο συγκρότημα φάνταζε ως δαιδαλώδης κατασκευή, ως ο λαβύρινθος που αναφέρει ο μύθος. Η λέξη λαβύρινθος προέρχεται από τη λέξη λάβρυς (= πέλεκυς, τσεκούρι) και πιθανόν συνδέεται με το διπλό πέλεκυ. Πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι οι Μινωίτες τελούσαν ανθρωποθυσίες. Είναι πολύ πιθανόν ο πέλεκυς, το λαβυρινθώδες ανάκτορο και ο πολιτισμός του ταύρου να συνδυάστηκαν στο μύθο του Θησέα εναντίον του Μινώταυρου. Όσο για το Μίνωα, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ιστορική του ύπαρξη