Πριν από 5.000 χρόνια άνθησε στην Κρήτη ένας λαμπρός πολιτισμός που μας έχει αφήσει πολλά και σημαντικά μνημεία. Πρόκειται για το μινωικό πολιτισμό, που πήρε το όνομά του από το βασιλιά Mίνωα.
Στα μινωικά ανάκτορα βρέθηκαν μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση του λαδιού, των οσπρίων, του κρασιού και του μελιού, ενώ στις εικονογραφικές παραστάσεις αποτυπώνεται ο μαγευτικός κόσμος των κρητικών φυτών και βοτάνων. H εξέλιξη της καλλιέργειας της ελιάς στη μινωική Κρήτη, ξεκινά από τη νεολιθική εποχή (πριν από 5.000-5.500 χρόνια), στη νοτιοδυτική Κρήτη, τη Mεσσαρά και την Ιεράπετρα. O ελαιόκαρπος περιλαμβανόταν στα βασικά είδη διατροφής των κατοίκων. Στη διάρκεια της Παλαιοανακτορικής εποχής (πριν από 4.000-3.700 χρόνια) είχε αρχίσει η συστηματοποίηση της παραγωγής . Οι γιγάντιοι πίθοι από τα παλιά ανάκτορα της Κνωσού μαρτυρούν την οργανωμένη συγκέντρωση και φύλαξη της παραγωγής.

Το κρέας και το ψάρι στη διατροφή των Mινωιτών

Τα ζώα, άγρια ή ήμερα, της στεριάς ή της θάλασσας, αποτέλεσαν πηγή τροφής για τους Mινωίτες. Από τα εξημερωμένα ζώα, οι άνθρωποι της Εποχής του Χαλκού κατανάλωναν το κρέας των αιγοπροβάτων, των χοίρων, των αγελάδων και σε ορισμένες περιπτώσεις και του σκύλου. Την ίδια συμβολή στη διατροφή των Μινωιτών είχαν και τα προϊόντα του κυνηγιού και της αλιείας. Ελάφια, ζαρκάδια, αίγαγροι, αγριόχοιροι και άγριες αγελάδες είναι τα πιο κοινά από τα μεγάλα θηράματα. Από τα μικρά θηράματα, στο τραπέζι τους έφταναν οι λαγοί, τα αγριοπερίστερα, οι πέρδικες και τα κουνάβια. Σύμφωνα με την εικονογραφία της εποχής, το κυνήγι σε ορισμένες περιπτώσεις είχε τελετουργικό χαρακτήρα και ήταν φορτισμένο με κοινωνικούς, θρησκευτικούς και άλλους συμβολισμούς.

Κρασί με ρητίνη

Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την παρασκευή οίνου συγκεντρώνονται πρώτη φορά στη Νεολιθική Εποχή (8500-4000 π.X.). Tη συγκεκριμένη αυτή προϊστορική περίοδο η δημιουργία μόνιμων ανθρώπινων κατοικιών οδήγησε τόσο στην ανακάλυψη των ψυχοτροπικών επιδράσεων του κρασιού όσο και στην ανάπτυξη μέσων παραγωγής οίνου καλύτερης ποιότητας. Παράλληλα, την περίοδο εκείνη έχουμε και την ανακάλυψη της κεραμικής, της νέας αυτής τέχνης που εξασφάλιζε τα αγγεία και τις στάμνες, που αποδείχθηκαν ιδανικά για την παρασκευή και διατήρηση του κρασιού. Την περίοδο 1900-1700 π.X. οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι είχαν εφεύρει και το δημοφιλές κρητικό απόσταγμα, την τσικουδιά.

Τα μπαχαρικά, τα αρωματικά και τα γλυκά των Mινωιτών

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να μαγειρεύει και να αποθηκεύει, ανακάλυψε τα μπαχαρικά. Είναι βέβαιο ότι από εκείνη την εποχή υπήρχε συστηματική χρήση γνωστών μπαχαρικών όπως η ρίγανη, το θυμάρι, το δεντρολίβανο, ο άνηθος, το κύμινο, το σκόρδο, η κάππαρη, ο δυόσμος, ο τερέβινθος, το φασκόμηλο, το κύμινο, ο μάραθος, ο κόλιανδρος, το σέλινο και το σκόρδο κ.ά. Υπήρχαν και αρκετά είδη χυμών με πιο αγαπημένα το «χυλό εξ βοτρύων» (χυμός σταφύλι) και το «χυλό εξ απιών» (χυμός από αχλάδι). Όσο για τα αναψυκτικά και τα αφεψήματα, από τα πλέον αγαπημένα τους ήταν ζωμοί από πιπέρι, κύμινο, γλυκάνισο και μέλι, εκχύλισμα αμυγδάλων διαλυμένο σε νερό (σουμάδα), ζωμός από μέλι (δηλαδή το νερό με το οποίο ξέπλεναν τις κηρήθρες) αλλά και ο μαραθίτης, ο ανηθίτης, το μελίγαλα και το ροδάμελι. Όσο για τα γλυκά, κίτρο ψημένο με μέλι, ξερά σύκα με καρύδια, πολτός σύκου, κυδωνόπαστο, καρυδάτο με μέλι, «πάστελλος», «πλακόπιτα», «λαλάγγια», «σησαμούς» ή σησαμάτο (παστέλι), «γάστριν» που θεωρείται ο πρόδρομος του μπακλαβά, κ.ά. H πυραμίδα της μινωικής διατροφής, ελάχιστα διαφέρει από τη διατροφή των σημερινών κατοίκων της Κρήτης. Σχεδόν καθημερινά κατανάλωναν τυρί και γιαούρτι, ελαιόλαδο, όσπρια και κυρίως φασόλια, λαχανικά, φρούτα και ξηρούς καρπούς. Επίσης ψωμί, ρύζι, πλιγούρι, πατάτες και δημητριακά. Λίγες φορές την εβδομάδα κατανάλωναν αυγά, πουλερικά, ψάρια και γλυκά, ενώ ελάχιστες φορές το μήνα κόκκινο κρέας.