Μιχάλης Γενίτσαρης: Ο διάσημος Πειραιώτης ρεμπέτης

Γεννήθηκε στις 15 Ιούνη του 1917 στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, σε ένα σπίτι της οδού Αίμου.
Ο πατέρας του διατηρούσε εκείνη την εποχή μπιραρία στην οδό Ανδριανουπόλεως και Παλαμηδίου στον Πειραιά που την ημέρα λειτουργούσε ως μαγειρείο και το βράδυ σερβίριζε μπίρα «μετά μουσικής».
Η επαφή του με το μπουζούκι είχε γίνει πριν ακόμη πάει στο σχολείο. Πήγαινε στο καφενείο του Μπάτη και εκεί με το φίλο του Θανάση, το γιο του Μπάτη, ακούγανε μπουζούκι και μπαγλαμά, ενώ το απόγευμα παίζανε τη ρομβία. Η ανακάλυψη ενός παλιού μπαγλαμά στην κασέλα του σπιτιού του τον έφερε ακόμα πιο κοντά στο όργανο που από τότε είχε γίνει το μεράκι του.
Το 1934, δεκαεπτά χρονών, δούλευε καζαντζής (έφτιαχνε καζάνια), μία δουλειά που του άρεσε διότι όλοι οι καζαντζήδες ήτανε μάγκες, όπως έλεγε. Εκείνη την εποχή ένας αστυνομικός του έσπασε το πρώτο του μπουζούκι με μια κλωτσιά. Ο Γενίτσαρης του όρμησε και αυτό του στοίχισε έξι μήνες στη «στενή» (στις φυλακές Αβέρωφ).
Σαν βγήκε από τη φυλακή άρχισε ξανά να δουλεύει καζαντζής στα καράβια, όπου το 1935 έγραψε και το τραγούδι: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο ήταν και το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε. Μετά την έκδοση του πρώτου τραγουδιού, ο πατέρας του άνοιξε ένα καφενείο στην οδό Αίμου και Βάσου στην Αγιά Σοφιά. Από το μαγαζί αυτό πέρασαν όλοι οι παλιοί μπουζουξήδες: Μάρκος, Στράτος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης κ.ά.
Στη συνέχεια έκλεισε το μαγαζί αυτό και άνοιξε ένα άλλο στην γωνία Ψαρώ και Ολύνθου στα Βούρλα, το οποίο έκλεισε και αυτό από την αστυνομία.
Η γνωριμία του Γενίτσαρη με τον Γιάννη Παπαϊωάννου έγινε εκείνη την περίοδο και από τότε ήτανε οι δυο τους στενοί και αχώριστοι φίλοι. Με τον Παπαϊωάννου έπαιξαν στην Αίγινα και στη συνέχεια άνοιξαν οι δυο τους ένα μαγαζί στην οδό Χίου, στα Καμίνια. Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού αυτού χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Γενίτσαρης έπιασε δουλειά στο «Δάσος» του Αντώνη του Βλάχου, μαζί με το Μάρκο, τον Μπάτη, το Χιώτη, το Στράτο κ.ά. Στο μαγαζί του Βλάχου μπλέχτηκε σε δύο σοβαρές ποινικές υποθέσεις που η μία του στοίχισε πάλι την εισαγωγή του στη «στενή» για μερικούς μήνες.
Βγήκε και συνέχισε την εργασία του στο «Δάσος», ώσπου το μπλέξιμό του σε έναν καυγά με πυροβολισμούς και τραυματισμούς τον οδήγησαν στην εξορία. Το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε στη Νιο ως δημόσιο κίνδυνο διότι, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες. Η εξορία του Γενίτσαρη κράτησε για ένα χρόνο. Όταν γύρισε από την εξορία ξανάρχισε να παίζει το μπουζούκι.
Η κλάση του για να υπηρετήσει στο στρατό ήταν το 1938. Όμως αυτός δεν είχε πάει και ήτανε από τότε λιποτάκτης. Με τη βοήθεια ενός θείου του συνταγματάρχη πήγε στο στρατό με την κλάση του 1940 χωρίς κυρώσεις, αλλά αμέσως έμπλεξε σε φασαρίες με γυναικοδουλειά που του στοίχισε άλλα δύο χρόνια στη «στενή» και εν καιρώ πολέμου που στο μεταξύ είχε κηρυχτεί. Μόλις βγήκε από τη φυλακή έπιασε δουλειά στο κέντρο «Περοκέ» με το Χιώτη και το Λαύκα. Η εμπλοκή του σε μία κομπίνα τον έστειλε στη φυλακή για άλλους δεκαοκτώ μήνες. Μετά την έξοδό του από τη φυλακή έπαιξε σε διάφορα μαγαζιά, ώσπου ήρθε η απελευθέρωση. Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Στην περίοδο αυτή έγραψε αρκετά τραγούδια που τα τραγούδησαν μεγάλοι καλλιτέχνες και πέρασε από πολλά μαγαζιά.
Το 1952 αηδιασμένος από το κυνηγητό που είχε εξαπολυθεί ενάντια στο ρεμπέτικο σταμάτησε να παίζει στα πάλκα και έγινε χονδρέμπορος φρούτων στη λαχαναγορά του Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί στο σπίτι του, στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, εκεί όπου πέρασε όλη του τη ζωή. «Έφυγε» την Τετάρτη 11 Μάη 2005 σε ηλικία 88 χρόνων, από οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού. Ήταν ο τελευταίος της μεγάλης πειραιώτικης παρέας του ρεμπέτικου.