Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 η Μικρά Ασία εγκαταλείπεται οριστικά από τον ελληνικό στρατό και την ίδια στιγμή ξεκινά το δράμα του ελληνικού πληθυσμού της.
Καταφύγιο των προσφύγων η Ελλάδα. Μέχρι τον Απρίλη του 1923 οι πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα έφταναν τους 850.000 ανθρώπους, αριθμός που συνεχώς μεγάλωνε. Οι γηγενείς κάτοικοι, προφανώς αιφνιδιασμένοι αντιμετώπιζαν τους πρόσφυγες ως απειλή αγνοώντας το μέγεθος της δυστυχίας, τους πραγματικούς αίτιους και την πραγματική τους ταυτότητα.
Η εφημερίδα Αθήνα στις 3 – 2 – 1924 έγραφε: Νηστικοί, άγρυπνοι και γυμνοί, φορείς ασθενειών, ήταν οι άνθρωποι τους οποίους κάποια ημέρα αντικρίσαμε εις τους δρόμους και εις τας εξώπορτας των σπιτιών μας
Την τάξη και την πραγματική αλήθεια προσπαθούν να αποκαταστήσουν μεμονωμένες φωνές αλλά και εφημερίδες όπως η «Προσφυγική φωνή» που στις 5 Ιουλίου του 1925 έγραφε: «Οι πρόσφυγες δεν απήλθον ιδία βουλήσει εις την Ελλάδα. Τουναντίον η εκρίζωσις του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, Πόντου και Θράκης εκ των προαιώνιων του εστιών, η εγκατάλειψις εν Τουρκία της ανεκτιμήτου αξίας περιουσίας του, η συρροή του προσφυγικού κύματος εις την Ελλάδα είναι αι αναπόδραστοι συνέπειαι της εξασκηθείσης εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής κατά την τελευταίαν δεκαετίαν υπό διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων. Επί της πολιτικής ταύτης δεν είχε ζητηθεί η γνώμη των προσφυγοποιηθέντων πληθυσμών και, κατά συνέπειαν ταύτα ουδεμίαν ευθύνην φέρουν δια τα ολέθρια αποτελέσματά της».
Όλη η Αθήνα και οι γύρω πόλεις ήταν ένα καταφύγιο για τους πρόσφυγες. Σχολεία στρατόπεδα, εργοστάσια, αποθήκες , αποβάθρες τρένων. Το ελληνικό κράτος σε σύγχυση αδυνατεί να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση…
Στις γειτονιές της παράγκας
Οι γειτονιές των προσφύγων στα περίχωρα Αθήνας και Πειραιά δεν είχαν διαφορές. Ίδιος ο πόνος, ίδια η φτώχεια και η εγκατάλειψη, ίδια και τα όνειρά. Οι μνήμες από τη ζωή τους στις αλησμόνητες πατρίδες δεν τους κατέβαλαν, αντίθετα τους δυνάμωσαν. Οι αξίες και η εργατικότητα τους ήταν αρκετές για να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Κάτω από το τσαλακωμένο φως ήξεραν πως δεν θα συναντήσουν γρήγορα χαρούμενα παιδιά να παίζουν στους δρόμους. Δεν ήξεραν αν πήγαιναν από το θάνατο στη ζωή ή το αντίστροφο. Άλλωστε οι αποστάσεις δεν ήταν μεγάλες. Καραβάνια κυνηγημένων κουρελήδων. Φόβος, φρίκη, αγωνία, απόγνωση. Σκελετοί από τις κακουχίες την πείνα και τις στερήσεις. Όσο για τη νέα τους γειτονιά. Χωράφια. Πολλά χωράφια, που περίμεναν τον ιδρώτα τους για να βγάλουν λίγο καρπό. Σκόνη, σκουπίδια και λάσπες. Χωράφια και παράγκες. Παντού παράγκες. Σκελετοί με επάνω τους καρφωμένες σανίδες, ντουβάρια που τρίζουν και παράθυρα στραβά. Μοιάζουν σαν να έπεσαν από ψηλά. Βαμμένα από τον ήλιο και τη βροχή, με εκείνο το ακαθόριστο χρώμα που παίρνει το ξύλο όσο παλιώνει. Ανάμεσα στις παράγκες αυλάκια που τα ανοίγει κάθε τόσο η βροχή. Τις μέρες που βρέχει πολύ αδειάζει τις λάσπες της εδώ. Στην αναβροχιά η σκόνη πνίγει τα πάντα. Ο ηλεκτρισμός απουσιάζει, το νερό μοιράζεται με τενεκέδες, όσο για υπονόμους ούτε λόγος. Οι παράγκες έλαμπαν από καθαριότητα αλλά οι προσπάθειές της κάθε οικογένειας δεν μπορούσα να αποκαταστήσουν την έλλειψη στοιχειωδών έργων υποδομής, με αποτέλεσμα οι συνοικισμοί να αποτελούν εστία μόλυνσης και να μαστίζονται από λοιμώδεις ασθένειες και κυρίως ελονοσία.
Τα προβλήματα βέβαια δεν ήταν μόνο αυτά και δεν αφορούσαν μόνο τη στέγαση και τις συνθήκες της ζωής τους στην παράγκα. Μια ζωή που είναι αδύνατο να περιγραφεί σε λίγες σειρές. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες ήξεραν ότι σε λίγα χρόνια, στα ίδια αυτά μέρη θα μπορέσουν να ξανακάνουν το θαύμα τους, να ξαναφτιάξουν τα σπίτια τους, τους δρόμους, τα περιβόλια τους. Είχαν ζήσει τα χειρότερα ξεφεύγοντας από το θάνατο. Οι μνήμες από τον δύσκολο αγώνα μιας ζωής μπορούν να ξεχαστούν στην προσωπική διαδρομή του καθενός. Απέφυγες το θάνατο αλλά πάλεψες και κράτησες τη ζωή. Αυτό σου αρκεί. Οι μνήμες του μυαλού ελέγχονται, οι μνήμες της ψυχής είναι το πρόβλημα.
Δεν μας χωνεύανε. Πιο πολύ μας ζηλεύανε, επειδή ήμασταν νοικοκυρές και καθαρές. «Η λέξη πρόσφυγας είχε γίνει συνώνυμη με το ψωριάρης και απόβλητος» Θα πει χρόνια μετά μια γιαγιά από το Περιστέρι.
Η εφημερίδα «Ο τύπος» γύρω στα 1930 έγραψε: «Πρέπει να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους γνωρίζουν οι Έλληνες και να τους αποφεύγουν». Έχει μία περίεργη διαδικασία η μνήμη να κρατά τις δικές τις στιγμές και να σε σημαδεύει για ολόκληρη τη ζωή σου.
Γράφοντας αυτό το κείμενο, σκέφτομαι ότι ανάμεσα στις τόσες δεκαετίες, αυτή η δεκαετία της προσφυγιάς φυλάκισε τη σκέψη μου. Δεν την έζησα αλλά με σημάδεψε ο απόηχός της. Οι πρόσφυγες παππούδες μου, το πρώτο σπίτι της οικογένειας μου, μόλις ήρθαν από τη Σμύρνη. Περιστέρι. Καραϊσκάκη 7. Εδώ πρωτοαντίκρισα τη μητέρα μου. Εδώ πολύ μικρός υποχρεώθηκα να αποχαιρετήσω για τελευταία στιγμή το βλέμμα της. Δεν κατόρθωσα να σταματήσω για λίγο εκείνη τη στιγμή για να σώσω περισσότερα από εκείνη, όμως ούτε ένα φύλλο δεν μπορείς να σταματήσεις από την περιπέτεια της ζωής. Υπερασπίζομαι όμως ότι απόμεινε από κείνη. Τη μνήμη της το κορμί της, σαν ένα λεπτό σκελετωμένο γιασεμί και κάποιες φωτογραφίες της.
Σε αυτό το προσφυγικό σπίτι τους έταξε η μοίρα να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.
Τα όνειρα και οι μνήμες τους, εξακολουθούσαν για χρόνια να κοιτάζουν την ανατολή. Ξεδίπλωναν ακούραστα τις ώρες τους, δουλεύοντας παντού για ένα κομμάτι ψωμί, και αν το έβρισκαν και αυτό.
Ήξεραν από δάκρυα, ήξεραν και από πληγές, ήξεραν από ορφάνια και θάνατο.
Είχαν όμως όνειρα. Άλλωστε όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν, ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
Όσοι δεν έχουν ψωμί έχουν όνειρα. Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν, έχουν ελπίδες…
Γιάννης Σαραντόπουλος