Την επομένη νωρίς το πρωί βγήκαμε να κάνουμε περίπατο στην πόλη. .Αρχίσαμε από την ευρωπαϊκή συνοικία ,τον Φραγκομαχαλά. Εκεί είχε πολλά καταστήματα , το ένα δίπλα στο άλλο, και έβρισκε κάνεις ότι μπορούσε να φανταστεί για τις ανάγκες και την πολυτέλεια των ευρωπαίων. Σ αυτή την συνοικία μένουν οι ξένοι έμποροι κι οι πρόξενοι. Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί! Από τα δρομάκια αυτά περνούσαν συνέχεια φορτωμένες καμήλες ,άλογα, γαϊδούρια και βαστάζοι. Οι βαστάζοι, για να τους παίρνουν είδηση οι περαστικοί, φώναζαν συνέχεια ” γκουάρντα!” Οι ώμοι των ανθρώπων αυτών είναι πλατιοί κι έχουν στην πλάτη τους ένα φαρδύ, παραγεμισμένο σακί. Πάνω σ΄ αυτό σηκώνουν ότι θέλουν να μεταφέρουν ,όπως μακριές ξύλινες τράβες , μεγάλα κασόνια, στενόμακρα σακιά με καπνό. Σκύβουν τόσο πολύ κάτω από όλο αυτό το βάρος, που δεν μπορούν να δουν μπροστά τους και γι αυτό φωνάζουν “γκουάρντα!. Οι τριγύρω περαστικοί μόλις δουν και πλησιάζει ένας βαστάζος ,από φόβο μην πέσει πάνω τους και τους ρίξει ,τρυπώνουν γρήγορα σε καμμιά ανοιχτή πόρτα ή τραβιούνται στην άκρη και σκύβουν το κεφάλι για να περάσει από πάνω τους το φόρτωμα.
Χριστίνα Λυτ 1836