Ήθη έθιμα και παραδόσεις

Λένε ότι ο έρωτας όταν βιώνεται είναι γιορτή.  Όταν τελειώνει είναι πόνος. Δεν έμαθες τον έρωτα και ξέρεις από πόνους;  λέει η παροιμία που έχει μάλιστα τουρκική προέλευση.

Εκείνη την εποχή τα ζευγάρια και ιδιαίτερα οι κοπέλες υπάκουαν στις κοινωνικές συνήθειες που είχαν ως βάση την οικογένεια. Η σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι απαιτούσε σύνεση, λογική, συμβιβασμούς και εργασία. Αν στις μέρες μας προτείνεται η οικογένεια ως φυσική κατάληξη του έρωτα, εκείνη την εποχή ο έρωτας προτεινόταν ως φυσική συνέπεια της οικογένειας. Πριν από το γάμο τον έρωτα τον εξόριζαν, μετά το γάμο τον μετουσίωναν σε ηπιότητα, συνεργασία, αποδοχή και αγάπη. Ο χρόνος λειτουργούσε υπέρ τους. Ερωτευόντουσαν τις στιγμές τους, την καθημερινότητά τους, την κοινή ζωή τους. Ακόμα και με κρίση ο γάμος του συνέχιζε να υφίσταται…

Αν και ο γάμος σπάνια ήταν δική τους επιλογή, αλλά θέλημα της προξενήτρες και των οικογενειών τους, η αγάπη του συνήθως κρατούσε για πάντα. Όταν οι οικογένειες ήταν από το ίδιο χωριό και είχαν φιλικές σχέσεις, αρραβώνιαζαν τα παιδιά τους από πολύ μικρά.

Τα καλά κορίτσια ήταν περιζήτητα, για αυτό οι γονείς του αγοριού επιστράτευαν την προξενήτρα για να διαπραγματευτεί το γάμο και φυσικά την προίκα. Οι γονείς επέλεγαν τη μελλοντική γυναίκα του παιδιού τους. Μετά τις πρώτες συζητήσεις με την προξενήτρα, η οικογένεια του γαμπρού, μαζί με τον γαμπρό, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για τις λεπτομέρειες του γάμου. Στην πρώτη συνάντηση και γνωριμία, η κοπέλα δεν ήταν παρούσα. Οι γονείς της υποψήφιας νύφης υποδεχόμενοι τον γαμπρό του πρόσφεραν ένα μεγάλο μαντίλι που στις γωνίες είχε κεντημένα κλαδιά από επίχρυσο σύρμα ή μετάξι.

Στον αρραβώνα έβαζαν σε ένα δίσκο κουφέτα μαζί με μία εικόνα και αντάλλασσαν χρυσαφικά. Στη νύφη φόραγαν χρυσό δαχτυλίδι με πολύτιμη πέτρα. Στον επίσημο αρραβώνα γινόταν μεγάλο γλέντι και τα πρώτα Χριστούγεννα το σόι του γαμπρού πήγαινε στη νύφη πάνω σε μπρούτζινο ταψί δώρα, φρούτα και ξηρούς καρπούς. Ένα παιδάκι τα μετέφερε στο σπίτι της νύφης και αυτή του έδινε μπαξίσι. Ουσιαστικά στον αρραβώνα γινόταν επίσημος καθορισμός της ημερομηνίας του γάμου. Από εκείνη τη στιγμή άνοιγαν και τα σεντούκια για να υποδεχτούν σιγά-σιγά την προίκα της κοπέλας.

Η προίκα ήταν συμφωνημένη και κατοχυρωμένη παρουσία μάρτυρα και εκτός από την ακίνητη περιουσία, εφόσον υπήρχε, απαραίτητα ήταν τα ρούχα της κοπέλας και το νοικοκυριό της. Την προίκα συμπλήρωνε ένα μεταξωτό πάπλωμα, απαραίτητο κάλυμμα για το κρεβάτι. Ήταν φτιαγμένο από μετάξι γεμισμένο με βαμβάκι και από μέσα είχε ένα σεντόνι το οποίο ράβανε οι γυναίκες με καπλαντοβελόνες. Ο γάμος ήταν η κορυφαία στιγμή του ζευγαριού και ο αρραβώνας η επίσημη δέσμευση για μία ζωή.

 

Εκείνα τα χρόνια είχαν την ανατολή για ευλογημένη γιατί εκεί γεννήθηκε ο Χριστός και από κει βγαίνει ο ήλιος.

Οι κάτοικοι της ήταν πριν αθώοι και καλοσυνάτοι άνθρωποι και κάθε τους στιγμή ήταν μαγεία και σαν μαγεία τελείωνε, αφήνοντάς τους ένα χαμόγελο στα χείλη και ένα μπουκέτο όμορφες αναμνήσεις στην καρδιά.

Σκεφτόντουσαν ότι η ζωή είναι ωραία και έτσι γινόταν ωραία, ένιωθαν ότι η ζωή είναι αγάπη και έτσι γινόταν αγάπη, έβλεπαν τον κόσμο όμορφο και έτσι γινόταν όμορφος, πίστευαν ότι η ζωή είναι τραγούδι και έτσι την έκαναν τραγούδι…