«Να τον παντρέψω με ένα καλό και όμορφο κορίτσι» έλεγαν
Ο γάμος ήταν για τους Πόντιους τίμιος και ιερός θεσμός και έπαιρνε μορφή πολυήμερου εορταστικού γεγονότος.
Την απόφαση για το γάμο των παιδιών τους, αγοριού και κοριτσιού, έπαιρναν συνήθως οι γονείς και κυρίως ο πατέρας. Να γυναικιζ ατον με έναν καλόν και έμορφον κορίτς, έλεγαν (να τον παντρέψω με ένα καλό και όμορφο κορίτσι). Οι γονείς συνεννοούνταν μεταξύ τους όταν ο γιος τους γινόταν 17 – 18 χρονών, ότι έπρεπε να βρουν μία νύφη για αυτόν
Χάραζαν τις κούνιες
Πολλές φορές οι γονείς μικρών παιδιών και βρεφών ακόμα έδιναν αμοιβαία υπόσχεση γάμου την οποία διατηρούσαν όταν μεγάλωναν.
Εχάραζαν τα κουνία, δηλαδή έκαναν χαρακιά στις κούνιες. Πράγματι οι γονείς χάραζαν κάποιο σημάδι στο οριζόντιο ξύλο της κούνιας η έγραφαν το όνομα του μελλοντικού γαμπρού στην κούνια της νύφης Και το αντίστροφο, για να συμπεθεριάσουν όταν τα παιδιά έφταναν στην εφηβεία. Το έθιμο αυτό σταμάτησε να γίνεται στον Πόντο από τις αρχές του αιώνα.
Κλέβω το κορίτσι
Παρά τους πολλούς περιορισμούς και ενώ γνώριζαν ότι οι γονείς θα εκλέξουν τη νύφη, εντούτοις έρωτες αναπτύσσονταν μεταξύ των νέων. Στις περιπτώσεις αυτές οι νέοι έκλεβαν τις κοπέλες ακολουθώντας παμπάλαιες συνήθειες. Στην Αμισό μάλιστα είχαν μεγάλη επιτηδειότητα σε αυτές τις αρπαγές. Ακόμα και μέσα από το νυφικό δωμάτιο τις έκλεβαν…
Ηλικία γάμου
Πριν προβούν στο γάμο, αν υπήρχε κάποια μακρινή συγγένεια, πήγαιναν στον ιερέα να μάθουν αν οι κανόνες της εκκλησίας επέτρεπαν να έρθουν εις γάμου κοινωνίαν λόγω του βαθμού συγγένειας που είχαν. Κατάλληλη ηλικία γάμου για τα αγόρια ήταν το 17ο με 18ο έτος και για τα κορίτσια το 14ο και 15ο έτος.
Συχνά όμως ο άνδρας περνούσε τη γυναίκα 10 έως και 15 χρόνια. Όπως επίσης σε χωριά που είχαν ανάγκη εργατικών χεριών νύμφευαν τα αγόρια με γυναίκες μεγαλύτερες κατά 3 με 4 χρόνια.
Προξενιό
Αφού αποφάσιζαν ποια κοπέλα θα ζητήσουν έστελναν συνήθως ένα συγγενικό πρόσωπο ή μία προξενήτρα να κάνει την πρόταση. Στην Αργυρούπολη αν η πρόταση γινόταν δεκτή έστρωναν τραπέζι. Οι γονείς έλεγαν: «Πάμε ΄ς σο ψαλάφεμαν».
Αν το ίδιο διάστημα έρχονταν δύο ή τρία προξενιά για το κορίτσι προτιμούσαν όποιον ήταν λεβέντης και παλικάρι. ” Ο άγουρο μ΄ πολικαρτς΄ ας εν και το σπίτι μ΄ τσατσίν τρυπίν ας εν». «Ο άνδρας μου ας είναι παλικάρι και το σπίτι μου ας είναι μία τρύπα σε ξερόκλαδα» (Νικόπολη)
Αρραβώνας
Την επόμενη Κυριακή ερχόταν ο γαμπρός με τους γονείς και μερικούς στενούς συγγενείς καθώς και τον ιερέα και ενώ στην αρχή έλεγαν διάφορα άσχετα με το σκοπό της επισκέψεως στο τέλος αποκάλυπταν την αλήθεια κι όλοι έπιναν ρακί για να επισφραγίσουν το γεγονός. Ο ιερέας ευλογούσε και αντάλλασσε τα δαχτυλίδια. Κερνούσαν τους παρευρισκόμενους ζαχαρωτά και φουντούκια.
Στο Χιντζιρικ του Καρς γινόταν διάλογος για κάποιον αετό που ψάχνει την περιστέρα του. Στην Τραπεζούντα τα δαχτυλίδια που έφερνε ο γαμπρός ήταν μέσα σε ωραίο κουτί, της νύφης ήταν χρυσό και αδαμαντοκόλλητο και συνοδευόταν από ένα γαρύφαλλο και ζαχαρωτά. Συνήθως πρόσφεραν στη νύφη πολλά δώρα καθώς και εκείνη ετοίμαζε για τους συγγενείς του γαμπρού. Στα Σούρμενα του Πόντου είχαν τη συνήθεια να διαλέγουν τη νύφη την εβδομάδα της διακαινησίμου στα πανηγύρια ως εξής: Την ώρα που χόρευαν, η μητέρα του γαμπρού κάλυπτε την επιλεγμένη κόρη με μία μεταξωτή μαντήλα. Αν εκείνη την άφηνε επάνω της, σήμαινε ότι δεχόταν την πρόταση.
Από την ημέρα του αρραβώνα και έπειτα οι αρραβωνιασμένοι δεν βλέπονταν παρά μόνο αν καλούσε η μητέρα το γαμπρό και τους άφηνε μόνους για λίγα λεπτά. Τότε χαρίζανε στη νύφη τα πεθερικά και οι συγγενείς διάφορα δώρα. Ο πεθερός χρυσό δαχτυλίδι η πεθερά φόρεμα παπούτσια – τσακνία. Προικοσύμφωνα δεν γίνονταν πουθενά στον Πόντο διότι ο νυμφίος απέβλεπε κυρίως τα σωματικά πνευματικά και ηθικά προσόντα της νύφης, στην καταγωγή από γονείς τίμιους, ενάρετους και καλούς οικογενειάρχες και όχι στα χρήματα ή τα άλλα περιουσιακά στοιχεία. Εξάλλου ο ίδιος ετοίμαζε σπίτι ή δωμάτιο στο πατρικό του σπίτι για να μείνει με τη γυναίκα του.
Στην Αργυρούπολη χάριζαν στη νύφη οι συγγενείς του γαμπρού που είναι τρώγαν με τους συγγενείς της νύφης δαχτυλίδι Σταύρο φλουριά και μετά έφευγαν όλοι πλην του γαμπρού. Ο γαμπρός χάριζε στη νύφη μπροστά στην πεθερά χρυσό σταυρό ή πεντόλιρο, φιλούσε τη νύφη και αντάλλασσαν τα μαντήλια. Κατά το παρατιθέμενο γεύμα έφερναν βραστή κότα και όλοι αστειευόμενοι έδιναν την «κωλοβάνα» το πίσω μέρος της κότας, να το φάει ο γαμπρός. Το πρωί της άλλης μέρας όταν ο γαμπρός ξυπνούσε έβρισκε και έπαιρνε μαζί του εκτός από τα ασπρόρουχα που είχε κοιμηθεί, μεταξωτό πουκάμισο κάλτσες και χρυσό δαχτυλίδι με το μονόγραμμα του. Περίπου οι ίδιες συνήθειες επικρατούσαν σε όλο τον Πόντο και τα ίδια δώρα πρόσφεραν με μικρές παραλλαγές
Όταν ο αρραβώνας κρατούσε πολύ, για παράδειγμα ένα χρόνο, σε κάθε μεγάλη γιορτή επισκεπτόταν ο μνηστήρας τη μνηστή και της πήγαινε ακριβά δώρα. Στην Τραπεζούντα το Πάσχα η νύφη επισκεπτόταν τα πεθερικά και της χάριζαν αδαμαντοκόλλητο δαχτυλίδι. Των Αγίων Θεοδώρων επίσης αντάλλασσαν δώρα. Των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Αργυρούπολη, έστελνε ο γαμπρός άσπρο κριάρι με βαμμένο το κεφάλι του κόκκινο, χρυσωμένα τα κέρατά του, φλουρί στο λαιμό και βαμμένο το σώμα του με γραμμές. Αν ο αρραβώνας διαλυόταν τα δώρα επιστρέφονταν και από τους δύο. Διάλυση γινόταν πολύ σπάνια.
«Χαρά». Γάμος
Οι γάμοι στον Πόντο γίνονταν το φθινόπωρο πριν τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων και το χειμώνα πριν τη μεγάλη Σαρακοστή. Δηλαδή γίνονταν Φθινόπωρο και Χειμώνα που δεν είχαν δουλειές γεωργικές και είχαν μαζεμένες τις σοδειές
Οριστική ημερομηνία γάμου
Την τελευταία εβδομάδα προ του γάμου ο πατέρας του γαμπρού και λίγοι στενοί συγγενείς επισκέπτονταν τον συμπέθερο και όριζαν την ακριβή ημερομηνία του γάμου.
Στα Σούρμενα μάλιστα έστελναν ένα μαντήλι μεταξωτό στην υφή που λεγόταν λογομάντηλο. Στην Αργυρούπολη έστελναν τα ρούχα σε δίσκο με ένα γλυκό μαζί μπουρμά ή μπακλαβά κατά το νυφέπαρμαν. Στα Κοτύωρα έπαιρναν «το λογόπαρμαν» οκτώ ημέρες προ του γάμου και έστηναν χορό.