Στην αρχαία Ελλάδα η κουζίνα βασιζόταν στα τρία δώρα των θεών. Τα δημητριακά, το κρασί και το λάδι, χωρίς τα οποία οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν. Τα δημητριακά ήταν δώρο της θεάς Δήμητρας, το κρασί δώρο του Διονύσου, ενώ η Αθηνά δίδαξε στους ανθρώπους την καλλιέργεια της ελιάς. Από τα δώρα της Δήμητρας, εκείνο που προτιμούσαν ήταν το αποφλοιωμένο σιτάρι, αν και οι περισσότερες ηπειρωτικές περιοχές της χώρας ευνοούσαν την καλλιέργεια κριθαριού.

Οι ποικιλίες του σιταριού και του κριθαριού που είχαν φλοιό έπρεπε να ξεραθούν για να διαχωριστεί ο φλοιός, πριν αλεστούν. Η αποξήρανση καταστρέφει τη γλουτένη του σπόρου, καθιστώντας το ακατάλληλο για ψωμί. Το κριθάρι και άλλα δημητριακά με φλοιό, τα άφηναν να μουλιάσουν σε διάφορα υγρά και τα χρησιμοποιούσαν για σούπες, χυλούς ή ζύμωναν λεπτές πίτες. Ο χυλός και οι πίτες παρέμειναν βασικό χαρακτηριστικό της κουζίνας, αλλά οι περισσότεροι Έλληνες, αν και η καλλιέργεια σιταριού ήταν οικονομικά ασύμφορη, είχαν αδυναμία στο σταρένιο ψωμί. Τόσο το ψωμί από αποφλοιωμένο σιτάρι όσο και ο χυλός αποτελούσαν τη βάση του γεύματος, εμπλουτισμένα με λάδι, μαγειρεμένο κρέας και λαχανικά μαζί με μέλι, μπαχαρικά και αρωματισμένα βότανα. Το ψωμί της Αθήνας ήταν ονομαστό για την εξαιρετική του ποιότητα και αποτελούσε πηγή υπερηφάνειας για τους Αθηναίους.

Οι Έλληνες έδειξαν μεγάλη εφευρετικότητα και επιδεξιότητα στην τέχνη της αρτοποιίας. Ο Αθήναιος αναφέρει πάνω από 70 τύπους ψωμιού. Τα διαχώριζαν ανάλογα με το δημητριακό που χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή τους. Υπήρχαν ψωμιά από διαφόρων ειδών αλεύρι.

Άσπρο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, μαύρο ψωμί ολικής άλεσης, για πιο υγιεινό. Προτιμούσαν όμως το άσπρο ψωμί για καλύτερη γεύση. Το ψωμί ζυμωνόταν με μαγιά ή χωρίς και μπορούσε να διαφοροποιηθεί ανάλογα με τη μέθοδο του ψησίματος. Ψωμί του φούρνου, ψωμί ψημένο στη χόβολη ή σε ταψί πάνω στη φωτιά, κάτι σαν τηγανίτα, στην οποία έβαζαν γέμιση και μετά τη βουτούσαν σε κρασί. «αλειμμένο ψωμί από τη χόβολη, ένας απαλός και απολαυστικός συνδυασμός», έγραφαν οι ποιητές. Άλλοι έψηναν το ζυμάρι στη σούβλα.

Τα διάφορα υγρά, λίπη και καρυκεύματα που πρόσθεταν στο αλεύρι μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την πυκνότητα και τη γεύση του ψωμιού. Κρασί, γάλα, τυρί, μέλι, αλλά και παπαρουνόσπορος, σουσάμι και λιναρόσπορος, ήταν τα συνηθέστερα καρυκεύματα. Συχνά γέμιζαν το ψωμί με διάφορα τυριά, σταφίδες και άλλους ξηρούς καρπούς, γλυκά ή αλμυρά υλικά. Το ψωμί συχνά χρησίμευε και ως πιάτο, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν κρέας ή ψάρι. Το καλύτερο ψωμί παρασκευαζόταν από αρτοποιούς της Φοινίκης, της Λυδίας και της Καππαδοκίας.