Μέρα Λαμπρή
Στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, η μέρα της Λαμπρής ήταν αρκετή για να δώσει έστω και μία φορά το χρόνο, την υπέρτατη χαρά και την ψευδαίσθηση της λευτεριάς που γένναγε όμως την ελπίδα. H προσμονή για την ημέρα της Λαμπρής ξεκινούσε σαράντα ημέρες πριν, με τη νηστεία της Σαρακοστής, που οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Τη χαρά αυτών των ημερών δεν την αντάλλαζαν με τίποτα. Η χαρά της Ανάστασης η οποία συναντούσε τη φυσική αγαλλίαση της άνοιξης είχε δημιουργήσει παραδόσεις και έθιμα θρησκευτικού περιεχομένου που περιλάμβαναν τελετουργίες συμβολικού χαρακτήρα που σχετίζονταν κυρίως με τη γονιμότητα. Το Πάσχα, για όλη τη Μικρά Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της ευημερίας. Η λέξη Πάσχα είναι μαζί και εβραϊκή και εκκλησιαστική και λόγια. Μα η Λαμπρή είναι καθαρά ελληνική, με όλο το φως της, τον πλούτο και τη χαρά της….
Πάσχα στην Τουρκοκρατία Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες γιόρταζαν το Πάσχα με καταπίεση, διωγμούς και μαρτύρια. Υπήρχαν όμως και περίοδοι που, χάρη στα θρησκευτικά προνόμια που είχαν παραχωρήσει, οι γιορτές στην Κωνσταντινούπολη γίνονταν ανεμπόδιστα και μάλιστα με τη διακριτική συμμετοχή των Τούρκων. Ένα από τα προνόμια των ραγιάδων στην Πόλη έλεγε: “ Ή εορτή του Πάσχα με ελευθερίαν να πανηγυρίζεται, και τρεις νύκτας να μείνει ανοικτή ή πόρτα του Φαναρίου για τους Χριστιανούς, όπου τα προάστια ήθελον θελήσει να εκκλησιαστούν εις το Πατριαρχείον “ Έτσι λοιπόν τις τρεις νύχτες της Λαμπρής ή πόρτα του Φαναρίου έμενε ανοιχτή αφού προηγουμένως για το άνοιγμα της Πύλης έβγαινε σχετικό μπουγιουρντί (διάταγμα). Στις γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων, τους πρώτους αιώνες της σκλαβιάς το κλίμα μεταξύ Χριστιανών και Τούρκων ήταν καλό και μάλιστα αντάλλασσαν και δώρα. Ο σουλτάνος δώριζε στον Πατριάρχη και αυτός με τη σειρά του ανταπέδιδε. Από το 1862 όμως όταν καταργήθηκε το τριήμερο του ελεύθερου εορτασμού στην Κωνσταντινούπολη, άλλαξαν όλα. Σε ιστορικό έγγραφο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που βρέθηκε πολλά χρόνια μετά στην Ιερά Μονή του Σινά αναφέρεται: «Οι Τούρκοι κατακτητές για να πνίξουν το θρησκευτικό συναίσθημα των ραγιάδων τις ημέρες του Πάσχα, για να αφανίσουν τον ενθουσιασμό, τη συνοχή και την ελπίδα που χάριζε στους σκλάβους ο πανηγυρισμός της Λαμπρής, έβαλαν σε εφαρμογή διατάγματα απαγόρευσης και καταπίεσης. Καλούσαν μάλιστα τον Οικουμενικό Πατριάρχη και του έδιναν αυστηρές εντολές σχετικά με τον εορτασμό. Σύμφωνα με τις διαταγές οι Χριστιανοί έπρεπε να είναι ντυμένοι με ρούχα φτωχικά, χωρίς λαμπρές επίσημες φορεσιές και ωραία χρωματιστά ενδύματα. Αυτά ήταν ταιριαστά μόνο για τους αφέντες τυράννους και απαγορευμένα για τους ραγιάδες. Απαγόρευαν τους πανηγυρισμούς τους χορούς και τα τραγούδια, τις μετακινήσεις και τα προσκυνήματα στην Πόλη»
Ο Πατριάρχης (Θεοδόσιος β‘), για να αποφύγουν οι Χριστιανοί τις οδυνηρές συνέπειες αν παραβίαζαν τη διαταγή, συνέταξε ένα ιστορικό έγγραφο προς τους κληρικούς και τους ιερείς που έγραφε: «Γνωστόν έστω πάσιν υμίν, ότι σήμερον προσεκλήθημεν παρά του ενδοξοτάτου Σταμπολ Εφέντη και απελθόντες ηκούσαμεν, αναγνωσθέντος παρρησία, του εκδοθέντος βασιλικού προσκυνητού ορισμού, ο οποίος προστάζει ότι κατά τας ημέρας της Λαμπρής να περάσωσιν όλοι οι Χριστιανοί ραγιάδες με ησυχίαν και σεμνότητα, χωρίς χορούς και τραγούδια και παιγνίδια, και να μη περπατώσι μαγεμένοι εις τους δρόμους μήτε να πηγαίνωσι εις το Μπαλουκλή και τον Εγρη – καπι και εις άλλα αγιάσματα, αλλά να ησυχάζωσιν εις τα σπίτια και εις τους οντάδες των». Για τους σκλαβωμένους Έλληνες όμως ή γιορτή της Ανάστασης δεν έπαυε να αποτελεί ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που, συμπίπτοντας χρονικά με την άνοιξη, κρατούσε ζωντανή την ελπίδα για ελευθερία…
Τo Ορθόδοξο Πάσχα στην Ανατολή
Η μεγαλύτερη γιορτή των Χριστιανών της Ανατολής ήταν το Πάσχα. Περισσότερο από ότι τα Χριστούγεννα. Το ορθόδοξο Πάσχα ήταν ή ευκαιρία ταυτοχρόνου γιορτασμού σε όλες τις ενορίες. Επέτρεπε την ψυχική επικοινωνία των πιστών, παρά την απόσταση που τους χώριζε και δημιουργούσε έτσι ενότητα μεταξύ τους. «Όταν πλησιάζει ή εορτή του Πάσχα, οι πωλητές αρνιών συρρέουν από το εσωτερικό προς τη Σμύρνη. Ακριβώς πριν το Πάσχα δημιουργείται μία αγορά που μοιάζει με την αγορά της παραμονής του Μπαϊραμιού. Οι μουσουλμάνοι έμποροι γνωρίζουν εξ άλλου καλά τα έθιμα και προμηθεύουν και αυτοί στους χριστιανούς τα αρνιά που χρειάζονται. «…και να που φτάσαμε στην ελληνική συνοικία και πέφτουμε πάνω στην αγορά αρνιών, που γίνεται για την γιορτή: ένας θαυμάσιος πίνακας, φτιαγμένος με το ζεστό ανατολίτικο φως που διαπερνά τα σκοτάδια που είναι γεμάτα χρωματιστά και γυαλιστερά αντικείμενα. Οι πωλητές αυτοί, που έρχονται από μακρινές επαρχίες, φορούν ενδυμασίες ασυνήθιστες εδώ, ελκυστικές και στο κεφάλι τους έχουν ένα ψηλό μπλε σκούφο, στηριζόμενοι ατάραχα πάνω σε μία γλίτσα, κοιτάζουν το πλήθος κρατώντας με το ένα χέρι πάνω στο στήθος το μαύρο δερμάτινο σακούλι με τα χρήματα. Μπροστά τους στοιβάζονται καμιά εκατοστή αρνιά, άσπρα ή μαύρα, με μακριά στριφογυριστά κέρατα. Οι αγοραστές σπεύδουν να δουν, να αγγίξουν, κάθε λίγο κάποιος σκύβει, σηκώνει το ζώο, υπολογίζει το βάρος του, με το κεφάλι κάτω από το μαλλί, κάνει μία κίνηση δυσαρέσκειας και το αφήνει κάτω. Όσους έκαναν την επιλογή τους να σηκώσουν το αρνί από τα μπροστινά πόδια, να το κουβαλούν λίγο πιο πέρα σ ένα ήσυχο μέρος: ύστερα με μία γερή προσπάθεια να το περνούν πάνω από τους ώμους σαν τον Κρυοφόρο Ερμή…» προσέχετε προσέχετε! «Είναι ένας ψηλός κατάμαυρος Αιγύπτιος ντυμένος με ένα ανοιχτό χτυπητό μπλε που ανοίγει δρόμο… «προσέχετε προσέχετε!» Είναι ένα γαϊδουράκι που φτάνει με ένα φορτίο μεγαλύτερο από το μπόι του. «Προσέχετε» είναι αρνιά, κι άλλα αρνιά».
Μεγάλο Σάββατο «Το Μεγάλο Σάββατο την παραμονή της Λαμπρής, χωριστά από τις ετοιμασίες που κάναμε στα σπίτια: πάστρα, νηστίσιμα, τσουρέκια, κόκκινα αυγά, αρνιά μόλις έλεγε ο παπάς το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» ανάβαμε πυροτεχνήματα και καίγαμε τον Οβραίο. Τα πυροτεχνήματα ήτανε πιο εύκολο στήναμε ψηλά ένα στεφάνι σε κάθε άξονά του στερεώναμε εύφλεκτες ύλες, όπως γύριζε κολλούσε ή μία φωτιά στην άλλη και ήτανε ένα ωραίο θέαμα! Όσο για τον Οβραίο βρίσκαμε ένα παλιό ανδρικό κοστούμι, το παραγιομίζαμε με χαρτιά και ξύλα ή πιο πολύ ροκανίδια. Αυτά φουντώνουν παρά πολύ εύκολα, ανάμεσα χώναμε και μπαρούτι: ένα φέσι για κεφάλι και ο Οβραίος καμάρωνε. Τον στερεώναμε σε μία γωνιά στον αυλόγυρο και περιμέναμε την ώρα να τον δούμε να φουντώσει και να χτυπήσουνε τα μπαρούτια του. Μόλις ο παπάς έλεγε το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» όλα τα παλικάρια με τα όπλα ρίχνανε επάνω στον Οβραίο και τον κατακαίγανε. Το ίδιο γίνονταν και με το στεφάνι, του ρίχνανε μία και ύστερα γύριζε και καιγόταν μόνο του. Γίνονταν σωστό πανδαιμόνιο από φλόγες, κρότους και φωτιές. Τόσο που οι Τούρκοι αστυνομικοί που έρχονταν για την τάξη έριχναν κι αυτοί στον αέρα από ενθουσιασμό». Μία πραγματική αγαλλίαση αναδύεται από την γιορτή, αγαλλίαση τόσο μεταδοτική, που ακόμα και οι Οθωμανοί αστυνομικοί συμμετέχουν, ενώ αυτές οι πρακτικές τους είναι ξένες…
Πάσχα στη Σμύρνη
Χαρά των άδολων καρδιών και των ολόασπρων κρίνων, Λαμπρή, βοήθα, τη δόξα σου ξανά το γένος των Ελλήνων να βρη. (Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ)
Ιδιαίτερο χαρακτήρα και χρώμα είχε ο εορτασμός του Πάσχα στη Σμύρνη. Στους Έλληνες της ιωνικής πολιτείας, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της, η γιορτή της Ανάστασης γινόταν αφορμή για να δείξουν την ευλάβεια στη θρησκεία του Ναζωραίου και να εκδηλώσουν ταυτόχρονα και την ακλόνητη πίστη τους στα εθνικά ιδεώδη. Παρά τον ζυγό, οι Έλληνες της Σμύρνης πανηγύριζαν ελεύθερα την «βασιλίδα των εορτών». Οι τουρκικές Αρχές δεν έφερναν εμπόδια και προσκόμματα στη διατήρηση των εθίμων και των παραδόσεών τους. Ήταν κι’ αυτό ένα από τα προνόμια, που είχε χαρίσει ο κατακτητής στο σκλαβωμένο Γένος. Στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα, εκτός από τον ελεύθερο πανηγυρισμό του Πάσχα, ο Σουλτάνος «φίλευε τον Πατριάρχη και φιλευόταν απ’ αυτόν». Κι’ ακόμη: «Η πόρτα του Φαναριού (Φενέρ καπουσί) έμενε ανοιχτή τις τρεις μέρες του Πάσχα και κάθε χρόνο έβγαινε μπουγιουρντί, που παράγγελνε το «άνοιγμα». Οι νυχτοφύλακες άφηναν επίσης ανοιχτή την πόρτα του τείχους και περνούσαν ανενόχλητα οι Χριστιανοί, που ερχόντουσαν από τα προάστια. Κι’ αν κανείς Τούρκος ενοχλούσε Χριστιανό, τιμωρείτο αυστηρότατα. ‘Αλλά και στη Σμύρνη οι Έλληνες. ελεύθερα και ανενόχλητα εκτελούσαν τις θρησκευτικές εορτές της Μεγάλης βδομάδας και του Πάσχα. Ο ιππότης D’ Arvieux, που επισκέφθηκε τη Σμύρνη στα 1653, παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
«Τη Μεγάλη Πέμπτη, γράφει, παρέστην σε λιτανεία που έκαναν οι Σμυρναίοι Έλληνες. Της πομπής προηγείτο ο Αρχιεπίσκοπος, κρατώντας στο στήθος του χρυσό Ευαγγέλιο. Τον ακολουθούσαν ο κλήρος και πολλοί Έλληνες, κρατώντας όλοι στα χέρια των αναμμένες λαμπάδες. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η εκδήλωση πένθους ορισμένων Ελλήνων. Είχαν σχίσει τα φορέματά των, έως τη μέση, και αυτοδερόνταν μέχρι αίματος ! Την «αγία τους αυτή αγριότητα», εντείνουν όταν, στην πορεία της πομπής, συναντήσουν γνωρίμους των. Λέγεται, πώς για ν’ αντέξουν στα χτυπήματα αυτά «στηρίζουν την καρδιά τους» με μερικές φιάλες κρασιού. Η ενίσχυση αυτή είναι απαραίτητη γιατί, πολλές φορές, χάνουν τόσο αίμα, όσο δεν θα έχαναν εάν επέθεταν στο σώμα των 12 βδέλλες! Οι Μωαμεθανοί παρακολουθούν με σέβας την πομπή». Ο ίδιος Γάλλος περιηγητής δίνει περιγραφή και λιτανείας Καθολικών της Σμύρνης, κατά τη Μεγάλη Πέμπτη. «Προηγείτο, γράφει, καπουτσίνος ιερέας, κρατώντας Σταυρό. Παρά πλευρά του βάδιζαν δυο γενίτσαροι, που κρατούσαν μεγάλες ράβδους κι’ έφερναν ειδικά για τις εορτές καλύμματα της κεφαλής. Πίσω απ’ αυτούς ακολουθούσε Χριστιανός ανάμεσα σε δυό Εβραίους! Αυτό μου προξένησε μεγίστη εντύπωση. Μοναδική εξήγηση δίνω σ’ αυτό, πώς με τον τρόπο τούτο θέλουν οι Ιουδαίοι να εξιλεωθούν για τη σταύρωση του Κυρίου. Ακολουθούν εν συνεχεία 40 αδελφοί του τάγματος Saint-Rosaire και κατόπιν πολλοί Καπουτσίνοι και Ιησουίτες. Ο Αρχιεπίσκοπος ακολουθούσε περιβεβλημένος μακρύ μανδύα. Όπισθεν του Πρωθιερέα βάδιζαν ο Πρόξενος της Γαλλίας και το προσωπικό του Προξενείου, ακολουθούμενοι από 200 τόσους Γάλλους και Καθολικούς άλλων εθνικοτήτων, που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες κι’ έψελναν χαμηλόφωνα. Η πομπή διέσχισε μέσα σε ατμόσφαιρα ευλαβείας και κατανύξεως τους δρόμους της Σμύρνης». “ Ένα αιώνα αργότερα (1749) ο διάσημος Σουηδός φυσιοδίφης Fr. Hasselquist, γράφει: «Οι Γραικοί της Σμύρνης πληρώνοντας στο Μουσελίμη (έπαρχο) 500 γρόσια, μπορούν να γιορτάζουν, με όλη την ελευθερία και χωρίς κανένα περιορισμό, το Πάσχα των.
Είναι ελεύθεροι να πανηγυρίζουν, τόσο μέσα στα σπίτια των, όσο και στους δρόμους. Να τρωγοπίνουν, να χορεύουν, να γλεντούν, να μαλώνουν ακόμη, και να κάνουν κάθε τι, που ποθεί η καρδιά τους. Τη νύχτα του Με γάλου Σαββάτου οι εκκλησιές πλημμυρίζουν από πιστούς. Μόλις, τα μεσάνυχτα, ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», οι Χριστιανοί τρώνε κάτι, που έχουν φέρει μαζί τους, μη αντέχοντας πιά, ύστερα από την αυστηρή νηστεία τόσων ημερών. Τη δεύτερη και τρίτη μέρα του Πάσχα δεν ακούς στους δρόμους και στις αυλές των σπιτιών των Ελλήνων, παρά τραγούδια και φωνές. Χορεύονται ελληνικοί χοροί με συνοδεία μουσικής από ασκούλους (κάϊντες), τύμπανα, ντέφια και άλλα όργανα». – Κι’ ο L. de Launay (1887), δίνει ζωηρή περιγραφή του εορτασμού του Πάσχα στη Σμύρνη από τους Έλληνες. Εκείνο που του προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν η ελευθερία που απολάμβαναν οι Έλληνες. «Έψελναν, γράφει, στους δρόμους, μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού, τον ελληνικό ύμνο, χωρίς να εμποδίζονται ή να ενοχλούνται από τους Τούρκους χωροφύλακες, που τους άκουγαν με απάθεια και αδιαφορία». Στην εορτή αυτή της χαράς για την Ανάσταση του Κυρίου, δεν έλειπε ο πασχαλινός αμνός από κανένα ελληνικό σπίτι, πλούσιο ή φτωχικό. Υπήρχε μάλιστα συνήθεια ν’ ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι Σμυρναίοι ζωντανά αρνιά. Τις περισσότερες φορές τα δωρούμενα ήταν στολισμένα σα νύφες! Τους φορούσαν πέπλο από ροζ τούλι, γιρλάντα από ψεύτικα λεμονάνθια και τα στόλιζαν με άφθονες μπλίρες (χρυσές κλωστές). «Ο μνηστήρας έστελνε επίσης στην αρραβωνιαστικιά του τον πασχαλινό αμνό, αποφεύγοντας όμως να στείλει αρνί που έφερνε κέρατα… Επίσης αποφευγόταν, για λόγους καθαρά αισθητικούς, να στέλνονται αρνιά με μαύρο τρίχωμα. Πολλές φορές, ορισμένα σπίτια δέχονταν ως δώρα πασχαλιάτικα 8 και 10 αρνιά. Σωστό κοπάδι! Τ’ αρνιά αγοράζονταν από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος και αποτελούσαν την πασχαλινή πηγή χαράς για τα παιδιά. Τα παραλάμβαναν, έβαφαν το τρίχωμά τους με κόκκινο και γαλάζιο χρώμα, τα στόλιζαν, τους φορούσαν το απαραίτητο «γιουλάρι» με κουδουνάκια, τα ταΐζαν με «χασίλι» και «γιοντζέ», με αλατισμένη κορινθιακή σταφίδα -το «κουραντί» – και τα περιφέρανε στις αυλές και στους δρόμους αλλά και στους αγρούς των προαστίων, έως το Μεγάλο Σάββατο. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ύστερα από τη Λειτουργία και το «‘Ανάστα ο Θεός!», την «Πρώτη Ανάσταση» όπως την αποκαλούσαν στη Σμύρνη, έσφάζοντο τ’ αρνιά.
Η μητέρα έβρεχε το δάχτυλό της στο ζεστό αίμα του σφαγμένου αρνιού και σταύρωνε μ’ αυτό το μέτωπο των παιδιών της, καθώς και το πάνω μέσα μέρος της εξώπορτας. Τις προβιές των αρνιών, κατά κανόνα, οι Χριστιανοί τις πρόσφερναν στο Γραικικό νοσοκομείο. Ειδικά συνεργεία περιτρέχανε τις ελληνικές συνοικίες της Σμύρνης και μάζευαν τις προβιές, που το “Ιδρυμα έπειτα εκποιούσε σε πλειοδοσία. Κι ήταν σεβαστός πόρος για το μεγάλο αυτό φιλανθρωπικό ίδρυμα, που παρείχε δωρεάν νοσηλεία, όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και σε πολλούς αλλοεθνείς. “Ο Μητροπολίτης κάθε χρόνο εξέδιδε εγκύκλιο και παρότρυνε τους Χριστιανούς να τηρούν το έθιμο τούτο. Μεταξύ των Χριστιανών της Σμύρνης επικρατούσε, εκτός από τα αρνιά, ανταλλαγή κόκκινων αυγών, σε καλλιτεχνικότατα καλαθάκια. Ο Δεσπότης στους «πασχαλινούς επισκέπτες» του προσέφερε χρυσό βαμμένο αυγό, με αναπαράσταση της Αναστάσεως. Η τελετή της Αναστάσεως πανηγυριζόταν μ’ εξαιρετική ζωηρότητα σ’ όλες τις εκκλησίες της Σμύρνης. Πολύ πριν τα μεσάνυχτα γύριζαν οι ζαγκότηδες (ροπαλοφόροι θυροκρούστες) και χτυπούσαν τις πόρτες των χριστιανικών σπιτιών φωνάζοντας πως φτάνει η ώρα της Αναστάσεως. Με ιδιάζουσα αίγλη και μεγαλοπρέπεια γιορταζόταν η Ανάσταση στο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής. Ο πελώριος «αυλόγυρος» καθώς και ο ναός, που μοσχοβολούσε από τις δάφνες και τα τριαντάφυλλα, κατακλυζόταν από κόσμο. Στο «Δεύτε λάβετε φως» οι Χριστιανοί άναβαν τις χρυσοποίκιλτες λαμπάδες τους και η μεγάλη εκείνη έκταση του περιβόλου του ναού μεταβαλλόταν σε φωτεινό πέλαγος. Ο Δεσπότης, ακολουθούμενος από τον επίσκοπο Χριστουπόλεως και τους ιερείς, ανέβαινε στη μυρτοστόλιστη εξέδρα, το κρεββάτι, όπως την ονόμαζαν, που βρισκόταν στο μέσον του αυλόγυρου. Κι όταν ο Μητροπολίτης υψώνοντας το Σταυρό εξήγγελλε το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες του πανύψηλου κωδωνοστασίου, καταστόλιστού με τις άπειρες σειρές των πολύχρωμων φανών, σκορπούσαν τους χαρμόσυνους ήχους και δονούσαν τους αιθέρες. Κύματα φωτός καταύγαζαν τα γύρω από το ανεβοκατέβασμα των μυριάδων λαμπάδων. Πυροβολισμοί και βαρελότα κροτούσαν, μουσικές παιάνιζαν και τα λαμπαδηφόρα πλήθη έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη». Από τη βάση του καμπαναριού ως στην κορυφή του κωδωνοστασίου -40 περίπου μέτρων ύψους – υψώνονταν αργά, ζωγραφιστή επί ξύλου αναπαράσταση της Αναστάσεως, μέσα σε αποθέωση πολύχρωμων βεγγαλικών.
Φωτεινά φίδια -τα φυσίγγια (ρουκέττες) – αυλακώνουν τώρα τον ουρανό, για να εκραγούν και να σκορπίσουν μυριάδες χρυσά και αργυρά άστρα. Όλα φαντάζουν. Γη και ουρανοί αγάλλονται. Φως της χαράς παντού. Λάμπει το ασήμι, το χρυσάφι καταυγάζει από το φως των λαμπάδων. Τα πρόσωπα των πανέμορφων της Σμύρνης γυναικών, φεγγοβολούν κι’ αστράφτουν. Ο Ελληνισμός της Σμύρνης συναγείρετε στο θαύμα της Αναστάσεως και οραματίζεται την εθνική Ανάσταση. Κι’ ο συναγερμός αυτός μεταβάλλεται σ’ έξαλλο ενθουσιασμό, όταν μετά το μελωδικό «Χριστός Ανέστη» ανακρούουν οι μουσικές τους γλυκούς εκείνους φθόγγους, που ανταποκρίνονταν προς τους παλμούς των Ελλήνων, τους φθόγγους του «Σε γνωρίζω από την κόψη…» Πάλλονται οι καρδιές από την ιερότερη συγκίνηση κι’ ασπασμοί ανταλλάσσονται. “Όλοι οι κρυμμένοι πόθοι και τα όνειρα της Φυλής ξαναζούν… Κι’ αργά τα πλήθη των “Ελλήνων αποχωρούν και διασχίζοντας σοκάκια και μαχαλάδες γυρνούν στα σπίτια των. Με το άγιο φως στο χέρι, με το φως στο πρόσωπο, με το φως στην ψυχή… Ιδιαίτερη αίγλη και μεγαλοπρέπεια είχε και πανηγυρισμός στη Σμύρνη της «Δεύτερης Ανάστασης». Με υποβλητική επισημότητα γιορταζόταν η «Αγάπη» στο μητροπολιτικό ναό της “Αγίας Φωτεινής. Οι Πρόξενοι των Ορθοδόξων Εθνών, μ’ επί κεφαλής τον “ Έλληνα, καθώς και κληρικοί διαφόρων δογμάτων, με τις τελετουργικές στολές των, προσέρχονταν στην εκκλησία. Το Ευαγγέλιο αναγιγνώσκονταν σε διάφορες γλώσσες. Μετά την ιεροτελεστία ακολουθούσε η περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως. Η πομπή διέσχιζε τας οδούς Υελοπωλείων (Γυαλιάδικα), Αγίου Γεωργίου και Μεγάλων Ταβερνών και γύριζε, από το Τρίστρατο της Αγίας Φωτεινής, στο ναό. Προηγούντο τα “Εξαπτέρυγα, τα λάβαρα, τα «φανάρια» και οι ψαλτάδες. Ακολουθούσαν πίσω από την εικόνα της Αναστάσεως ο Μητροπολίτης με χρυσά άμφια και χρυσή μίτρα. Οι Πρόξενοι και τα πλήθη των πιστών ακολουθούσαν με αναμμένες τις αναστάσιμες λαμπάδες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, γιόρταζαν οι Έλληνες της Σμύρνης το Πάσχα, την παν ευφρόσυνη αυτή μέρα της Χριστιανοσύνης, την αναστάσιμη αυτή μέρα, που την διαδέχθηκαν οι πικρές ώρες του ολέθρου και της προσφυγιάς.
Η χαρά της Ανάστασης η οποία συναντούσε τη φυσική αγαλλίαση της άνοιξης είχε δημιουργήσει παραδόσεις και έθιμα θρησκευτικού περιεχομένου που περιλάμβαναν τελετουργίες συμβολικού χαρακτήρα που σχετίζονταν κυρίως με τη γονιμότητα. Τη Μ. Παρασκευή, οι ανύπαντρες και παρθένες κοπέλες έπρεπε να μαζέψουν τα λουλούδια που θα στόλιζαν τον Επιτάφιο. Από τη Μ. Τέταρτη οι γυναίκες ζύμωναν εφτάζυμα και τσουρέκια. Συνήθως την ίδια μέρα έφτιαχναν και το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς. Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τα αυγά. Ή παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά με κρεμμύδι. Έβαζαν φλούδες κρεμμυδιών στον πάτο μιας κατσαρόλας, από πάνω μία στρώση αυγά, από πάνω πάλι φλούδες και πάλι αυγά μέχρι να γεμίσει ή κατσαρόλα. Πρόσθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τα αυγά χρώμα. Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι. Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μ. Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με τον σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία. Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά. Ένα για τη Λαμπρή και ένα για του Αγίου Γεωργίου. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν. Τι γέμιζαν με ρύζι αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί. Όλη τη Μ. Βδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να «υποδεχτεί τον Αναστάντα Χριστόν». Το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας…
Χριστός Ανέστη
Τα μηνύματα της καμπάνας
Οι ήχοι της καμπάνας, που ακολουθούν κάποιους σταθερούς κώδικες κωδωνοκρουστών, θα συνεχίζουν να χτυπούν μεταφέροντας όχι μόνο θρησκευτικά μηνύματα αλλά και πνευματικά, όπως χαρά, λύπη, ενθάρρυνση, παρηγοριά και ελπίδα. H τέχνη της καμπάνας θα υπάρχει όσο θα υπάρχει και η θρησκεία μας. Αυτό υποστηρίζουν οι ελάχιστοι όμως εναπομείναντες «καμπανάδες». Άλλωστε οι καμπάνες δεν κρατούν αιώνια και χρειάζονται ανανέωση. Συνήθως αντέχουν για 30-40 χρόνια, ανάλογα με τη μεταχείριση. Στα χωριά φθείρονται πιο πολύ γιατί είναι εκτεθειμένες στις καιρικές συνθήκες και η χρήση τους είναι μεγαλύτερη γιατί εκτός από τα θρησκευτικά, χτυπούν και για κοσμικά γεγονότα. Κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους για να προκαλέσουν λαοσύναξη, χρησιμοποιούσαν μεγάλα κομμάτια μετάλλου που τα χτυπούσαν αιωρούμενα με μετάλλινο ή ξύλινο ραβδί, όπως περίπου τα σημερινά σήμαντρα των μονών. H χρήση της καμπάνας είναι αρχαιότατη. Τη συναντάμε στην προχριστιανική εποχή σε διάφορα λατρευτικά έθιμα καθώς και στους Σύρους, τους Αιγύπτιους και τους Ρωμαίους. Ως εκκλησιαστικό όργανο, ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αμέσως μετά το τέλος των διωγμών. Στη Δύση, οι καμπάνες εμφανίστηκαν τον 6ο αιώνα και αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και στην Ανατολή. Στην Ορθόδοξη εκκλησία καθιερώθηκαν από τον 9ο αιώνα. Από τότε η καμπάνα αποτελεί θρησκευτικό σύμβολο των Ελλήνων, με εξαίρεση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όπου απαγορεύτηκε η χρήση της καμπάνας για να μην ταράσσεται ο ύπνος των νεκρών Μουσουλμάνων, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις. Για την κατασκευή της καμπάνας, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα καλό μέταλλο, δηλαδή σωστή αναλογία χαλκού και κασσίτερου. Επίσης χρειάζεται σωστό χτίσιμο, σωστό καλούπωμα, καλό ψήσιμο και καλή χύτευση. H δουλειά του καμπανά είναι υπερβολικά εξειδικευμένη και δύσκολη, αφού και η παραμικρή λεπτομέρεια μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Για την κατασκευή μιας καμπάνας 500 κιλών, χρειάζονται πέντε ημέρες εντατικής δουλειάς, μέχρι ο τεχνίτης να φτάσει στην τελευταία και σπουδαιότερη φάση που είναι η χύτευση. H καμπάνα εδώ και αιώνες αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα εκκλησιαστικής τέχνης.
Πασχαλινά σύμβολα
Κάθε γιορτή έχει και τα εθιμικά της σύμβολα της, όχι μονάχα τα εκκλησιαστικά και θρησκευτικά, αλλά και τα κοσμικά. Το Πάσχα γιορτάζεται μέσα σε ένα ανοιξιάτικο λουλουδένιο διάκοσμο πλαισιωμένο με αβγά κόκκινα, λαγουδάκια σοκολατένια, πρόβατα που θυμίζουν τον Χριστό (και τον οβελία), καμπάνες που φέρνουν το «Χριστός Ανέστη», κεριά με κορδέλες, πυροτεχνήματα και βεγγαλικά για την Ανάσταση. Τα σύμβολα του Πάσχα, μπορούν να χωριστούν σε έξη βασικούς κύκλους: στο αβγό, στον λαγό, στις καμπάνες, στο αρνί, στα πυροτεχνήματα και στο τσουρέκι
Το αβγό Είναι παγκόσμια σχεδόν ή χρήση του στο χριστιανικό κόσμο, τις ημέρες αυτές. Οι ερμηνείες που δίνονται για την προτίμηση του, και μάλιστα σε χρώμα κόκκινο, είναι πολλές. Υποστηρίζουν ότι το αβγό, αφού είναι πηγή ζωής, συμβολίζει και στα χριστιανικά χρόνια ότι και στα παλιά: την ανανέωση της ζωής και την καλή τύχη. Για το χρώμα του λέγεται ότι θυμίζει είτε προχριστιανικούς θανάτους θεών (π.χ του Άδωνη) είτε το αίμα του εβραϊκού προβάτου, ή τέλος το αίμα του Χριστού. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, “ Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός κανείς δεν το πίστευε. Μία γυναίκα που κρατούσε στο καλάθι της αβγά φώναξε: “Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα; «Και, ω του θαύματος, έγιναν !» Υπάρχει όμως για το έθιμο των αβγών και ή ορθολογιστική ερμηνεία: Τη Σαρακοστή πολλοί τα νηστεύουν τα νηστεύουν και για αυτό και περισσεύουν. Είναι κιόλας ή εποχή που οι κότες τα γεννούν με αφθονία. Τι θα έκαναν τόσα αβγά οι νοικοκυρές; Τα φύλαγαν λοιπόν για το Πάσχα, και όταν έβρισκαν ευκαιρία, άρχιζαν να τα κάνουν δώρα – αμοιβή στα παιδιά: Την Πρωτομαρτιά για τα κάλαντα με τα χελιδονίσματα, το Σάββατο του Λαζάρου και τη Μ. Πέμπτη, το ίδιο. Αλλά πιο πολύ την ημέρα της Λαμπρής τα αβγά ήταν το πρόχειρο και άφθονο φαγώσιμο, που μπορούσαν να φιλέψουν. Τα έβαφαν λοιπόν κόκκινα, που είναι χρώμα χαρούμενο και ξορκιστικό, τα έβαφαν και κίτρινα, και μπλε και ροζ, ή τα άφηναν άσπρα, αν είχαν πένθος. Συχνά τα στόλιζαν με ξόμπλια και ζωγραφιές, για να γίνουν πιο ευχάριστα. Τα πλούμιζαν τεχνικά με μαργαρίτες και φτέρες και μ αγριολούλουδα του ελληνικού κάμπου.
Ο λαγός, ο κόκορας και τα πουλάκια… Από παλιές βυζαντινές μαρτυρίες, είναι γνωστό ότι το Πάσχα συνηθίζονταν δίχως άλλο τα δώρα, το αβγό όμως έγινε σύμβολο της Γιορτής και το έδιναν αμοιβαία αργότερα και οι μικροί στους μεγάλους και οι μαθητές στον δάσκαλο. Αυτή την έννοια του εορταστικού δώρου ακολούθησαν στα νεότερα χρόνια τα ζαχαροπλαστεία, κι έφτασαν στα ποικίλα κατασκευάσματα των αβγών από καραμέλα και σοκολάτα, ή στις συσκευασίες που τις γέμιζαν με ζαχαρωτά και άλλα. Από την αβγό ξεπήδησαν έπειτα πλήθος συγγενικά σύμβολα, όπως τα κίτρινα πουλάκια, οι νεοσσοί, που βγαίνουν από το αβγό, έπειτα οι κότες που τα γεννούν, οι φωλιές και ο κόκορας που τα φέρνει, αλλά και ο λαγός, ο οποίος όμως δεν είναι γνωστός από την ελληνική παράδοση. Μας ήρθε από τη Δυτική Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή όμως παράδοση του λαγού – αβγοφόρου μπήκε και στη νεοελληνική εθιμοτυπία και χρησιμοποιήθηκε σε ποικίλα σχέδια και σκηνές.
Βάψιμο αυγών Παλαιότερα για το βάψιμο των αυγών χρησιμοποιούσαν φύλα κρεμμυδιών, αρμπαρόριζας, μαντζουράνας κ.λπ. Έπαιρναν το τούλι από τις μπομπονιέρες, το έκοβαν, το τύλιγαν και το έδεναν γύρω από το αυγό. Κατόπιν κάλυπταν το αυγό ή ένα μέρος του με κρεμμυδόφυλλα, το τύλιγαν με ύφασμα και το έδεναν με κλωστή. Στη συνέχεια έβραζαν τα αυγά με νερό και ξύδι. Όταν μετά το βράσιμο αφαιρούσαν την κλωστή και τα κρεμμυδόφυλλα, στα αυγά είχαν σχηματιστεί διάφορες αποχρώσεις και σχέδια. Μετά τα άλειφαν με λάδι και τα γυάλιζαν. Μερικές φορές πρόσθεταν στο νερό και στο ξίδι κόκκινη μπογιά. Με τον τρόπο αυτό έβαφαν τα αυγά κόκκινα, εκτός από τα σημεία που ήταν καλυμμένα με τα κρεμμυδόφυλλα όπου εκεί σχηματίζονταν διάφορες αποχρώσεις και αποτυπώνονταν τα χρώματα και τα σχήματα των φυτών…
Πασχαλινά κουλούρια
Υλικά
1.250 γραμμ. αλεύρι μαλακό • 1 κουταλάκι γεμάτο μπέικιν πάουντερ 8 αυγά • 170 γραμμ. βούτυρο γάλακτος • 5 βανίλιες 1 φλιτζάνι γάλα χλιαρό • 3 κουταλάκια αμμωνία 650 γραμμ. ζάχαρη ψιλή (χτυπημένη στο μπλέντερ) • ξύσμα από 2 πορτοκάλια
Εκτέλεση
Σε μια λεκάνη κοσκινίζουμε το αλεύρι και ανοίγουμε μια λακκούβα στο κέντρο. Σε ένα τηγανάκι καίμε το βούτυρο και μετά το ρίχνουμε στο αλεύρι. Όταν κρυώσει λίγο, τρίβουμε το μείγμα με τα χέρια μας. Κατόπιν ρίχνουμε σε ένα μπολ τους κρόκους των αυγών με τη ζάχαρη και τις βανίλιες και τα χτυπάμε πολύ καλά μέχρι να αφρατέψουν και να γίνουν σαν κρέμα. Σε άλλο μπολ χτυπάμε τα ασπράδια να γίνουν μαρέγκα. Στη συνέχεια αδειάζουμε μέσα στη λεκάνη με το αλεύρι και το βούτυρο τους χτυπημένους κρόκους και ύστερα τη μαρέγκα. Διαλύουμε μέσα στο χλιαρό γάλα την αμμωνία και το προσθέτουμε στα υπόλοιπα υλικά μαζί με το ξύσμα πορτοκαλιού και το μπέικιν πάουντερ και αρχίζουμε να ζυμώνουμε μέχρι να φτιάξουμε μια ζύμη ελαστική, λεία και μαλακή. Πλάθουμε τα κουλουράκια και τα τοποθετούμε σε ταψί, αραιά το ένα από το άλλο. Τα αλείφουμε με κρόκο αυγού και τα ψήνουμε στους 170°-180° C σε προθερμασμένο φούρνο για 25-30΄.
Πασχαλινά τσουρέκια
Yλικά
2 κιλά αλεύρι για τσουρέκια • 650 γραμμ. ζάχαρη ψιλοκομμένη στο μπλέντερ 400 γραμμ. βούτυρο γάλακτος σε θερμοκρασία δωματίου 1½ κουταλάκι του γλυκού αλάτι, 2 κουταλιές της σούπας καλαμποκέλαιο, 1 κουταλιά της σούπας μαχλέπι κοπανισμένο 1 κουταλιά της σούπας μαστίχα κοπανισμένη 1 κουταλάκι του γλυκού γλυκάνισο βρασμένο σε ½ φλιτζάνι νερό 1½ φλιτζάνι γάλα φρέσκο χλιαρό • 6 βανίλιες • ξύσμα από 1 πορτοκάλι 200 γραμμ. νωπή μαγιά ή 8 φακελάκια ξερή • αμύγδαλα φιλέ 12 αυγά σε θερμοκρασία δωματίου • 2 κρόκους για το άλειμμα αυγά κόκκινα για το στόλισμα.
Εκτέλεση
Διαλύουμε τη μαγιά στο χλιαρό γάλα. Σε μια λεκανίτσα ρίχνουμε 2 φλιτζάνια αλεύρι, 1/2 φλιτζάνι ζάχαρη και το γάλα με τη διαλυμένη μαγιά και ανακατεύουμε μέχρι να γίνουν χυλός. Σκεπάζουμε με μια πετσέτα και τα αφήνουμε σε ζεστό μέρος να φουσκώσουν. Σε μια μεγάλη λεκάνη ρίχνουμε τα αυγά, την υπόλοιπη ζάχαρη, το αλάτι και τις βανίλιες και τα χτυπάμε με το χέρι ή με ένα σύρμα για 3-4 λεπτά. Στη συνέχεια προσθέτουμε το ½ φλιτζάνι χλιαρό νερό από το βρασμένο γλυκάνισο και συνεχίζουμε να χτυπάμε μέχρι να λιώσει καλά η ζάχαρη. Προσθέτουμε τ’ αλεύρι, το χυλό με τη μαγιά, που έχει φουσκώσει, το βούτυρο λιωμένο και χλιαρό, το μαχλέπι, τη μαστίχα, το ξύσμα πορτοκαλιού και ζυμώνουμε πολύ καλά μέχρι να έχουμε μια λεία, απαλή και εύπλαστη ζύμη. Σκεπάζουμε τη λεκάνη με τη ζύμη με μια καθαρή πετσέτα και την αφήνουμε σε ζεστό μέρος, μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο. Σε ένα ταψί στρώνουμε αντικολλητικό χαρτί, πλάθουμε τα τσουρέκια, τ’ αλείφουμε με κρόκο αυγού, τα πασπαλίζουμε με αμύγδαλα φιλέ και τ’ αφήνουμε να φουσκώσουν για 20-30 λεπτά σε ζεστό μέρος. Τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 160-170° C, μέχρι να ροδίσουν, για περίπου 30-40 λεπτά. Όταν ψηθούν και κρυώσουν, τοποθετούμε στη μέση από ένα κόκκινο αυγό στο καθένα.
Τσουρέκι πολίτικο
Υλικά (για 5-6 τσουρέκια)
1 κιλό αλεύρι • 150 γρ. βούτυρο (μισό γάλακτος και μισό φυτίνη) 6 αυγά και 1 κρόκος αυγού • 100 γρ. μαγιά 300 γρ. ζάχαρη • 1 κουταλάκι μαχλέπι • 1 κουταλάκι μαστίχα 1 φλιτζάνι γάλα • λίγο αλάτι Εκτέλεση Λιώνουμε τη μαγιά σε χλιαρό γάλα, προσθέτοντας ένα φλιτζάνι αλεύρι περίπου και ανακατεύουμε μέχρι να γίνει χυλός. Σκεπάζουμε το μείγμα και το αφήνουμε να φουσκώσει. Σε άλλη λεκάνη ρίχνουμε το αλεύρι και κάνουμε μια λακκούβα στη μέση. Σε μικρό μπλέντερ χτυπάμε τη μαστίχα και το μαχλέπι μέχρι να γίνουν σκόνη. Τα ρίχνουμε στη λακκούβα που έχουμε κάνει στο αλεύρι μαζί με τ’ αυγά, τη ζάχαρη, το βούτυρο (χλιαρό) και τέλος τη διαλυμένη μαγιά. Ζυμώνουμε πολύ καλά μέχρι να σχηματιστεί μια μαλακή ζύμη. Την αφήνουμε για 2 ώρες περίπου να φουσκώσει μέχρι να διπλασιαστεί ο όγκος της. Πλάθουμε τα τσουρέκια, τα αλείφουμε με κρόκο αυγού αραιωμένο με δυο τρεις σταγόνες νερό, τα πασπαλίζουμε με φλούδες ασπρισμένου αμύγδαλου και τα αφήνουμε να φουσκώσουν για λίγο. Στη συνέχεια, τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 20-25 λεπτά περίπου στους 180 ο C.
Χριστόψωμο
Υλικά
2 κιλά αλεύρι σκληρό • 100 γραμμ. μαγιά • 1 κουταλιά αλάτι 1 κουταλιά ζάχαρη • 2 κουταλιές γλυκάνισο κοπανισμένο 1 κουταλιά μαστίχα κοπανισμένη • 1 κουταλιά κανέλα τριμμένη ½ κουταλάκι γαρύφαλλο τριμμένο • ½ φλυτζάνι τσαγιού ροδόνερο 1 φλυτζάνι τσαγιού σταφίδα ξανθή • ½ φλυτζάνι τσαγιού λάδι ή βούτυρο 2 φλυτζάνια τσαγιού νερό χλιαρό (για το προζύμι) • σουσάμι για το πασπάλισμα 1 κρόκο αυγού (για το άλειμμα) διαλυμένο σε 1 κουτάλια γάλα 1 κόκκινο αυγό για το στόλισμα
Εκτέλεση
Σε μία λεκάνη ρίχνουμε τα 2 φλυτζάνια χλιαρό νερό, τη ζάχαρη και τη μαγιά να διαλυθούν καλά. Έπειτα προσθέτουμε και 1 φλυτζάνι αλεύρι και τα ανακατεύουμε μέχρι να γίνουν χυλός. Τον σκεπάζουμε και τον αφήνουμε σε ζεστό μέρος μέχρι να φουσκώσει. Όταν φουσκώσει ρίχνουμε όλα τα υλικά, και προσθέτουμε όσο χλιαρό νερό χρειάζεται ή ζύμη ώστε να πλάθεται, και ζυμώνουμε καλά μέχρι να μην κολλάει ή ζύμη στην λεκάνη. Στη συνέχεια πλάθουμε τη ζύμη σε στρογγυλό σχήμα και φυλάμε ένα μικρό μέρος από την ζύμη για να πλάσουμε 2 κορδόνια. Λαδώνουμε ένα ταψί, το πασπαλίζουμε με λίγο αλεύρι και τοποθετούμε μέσα το ψωμί. Με την ζύμη που κρατήσαμε πλάθουμε 2 κορδόνια και τα βάζουμε πάνω στο ψωμί σε σχήμα σταυρού. Βάζουμε στο κέντρο το κόκκινο αυγό, αλείφουμε την επιφάνεια με τον κρόκο του αυγού που διαλύσαμε μέσα στο γάλα και πασπαλίζουμε με το σουσάμι. Το αφήνουμε σε ζεστό μέρος να φουσκώσει και να διπλασιαστεί και το ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 1½ ώρ