Έδεσμα γνωστό από την ελληνική αρχαιότητα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αθήναιου στο έργο του Δειπνοσοφιστές, ότι ο Ηγήσιππος στο Οψαρτυτικό του, δηλ. στον οδηγό μαγειρικής που έγραψε, αναφέρει ένα έδεσμα που λεγόταν κάνδαυλος και ήταν κάτι ανάλογο με το σημερινό σουβλάκι. Συνδύαζε κομμάτια από ψητό κρέας, πίτα, τυρί και άνηθο και σερβιριζόταν με ζουμί.
Το σουβλάκι από εντόσθια αναφέρεται σε ρωμαϊκά κείμενα του 1ου αιώνα μ.Χ. αλλά και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά την άλωση, μικροπωλητές πωλούσαν στους δρόμους εκτός από φρούτα ή λαχανικά, και σουβλάκι με πίτα. Η λέξη «σουβλάκι» προέρχεται από τη σούβλα που με τη σειρά της προέρχεται από το Λατινικό Subulus. Το 1924 κάποιος Έλληνας από την Αίγυπτο έφερε στην Ελλάδα το σουβλάκι. Το πρώτο μαγαζί του είδους άνοιξε το 1925 και ήταν το Αιγυπτιακόν Κεμπατζίδικο.
Το 1951 στην Λειβαδειά άρχισε για πρώτη φορά να σερβίρεται το σουβλάκι σε ξύλινο καλαμάκι, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να φτιάχνεται ο γύρος από χοιρινό κρέας, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Πάνω από μισό αιώνα το σουβλάκι αποτελεί το Εθνικό προϊόν της χώρας μας, ενώ είναι γνωστό σε χιλιάδες τουρίστες που επισκέπτονται την χώρα μας και πολλοί Έλληνες μετανάστες έγιναν πλούσιοι πουλώντας πίτα με γύρο και τζατζίκι.