Στη μαγεία κατέφευγαν οι νέες για να κάνουν τους νέους της επιλογής τους να τις αγαπήσουν, να τις ερωτευτούν και να τις παντρευτούν. Αν αντιδρούσε κανείς και έβαζε εμπόδια στο γάμο, του έκαναν μάγια για να τον μισήσει και να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Οι υπερφυσικές δυνάμεις κατά κανόνα είναι χωρισμένες σε αγαθοποιές και κακοποιές. Στο θεό και στο διάβολο. Ο διάβολος προσπαθεί να προξενήσει διάφορα κακά, από τα οποία ο άνθρωπος αμύνεται με διάφορες ενέργειες. Οι άνθρωποι επικαλούνται το διάβολο για να απαλλαγούν αλλά κυρίως για να προξενήσουν διάφορα προβλήματα στους εχθρούς τους. Στον Πόντο, ειδικοί για να κάνουν μάγια ήταν οι Τζιντζήδες, δηλαδή κάποιοι Τούρκοι Χοτζάδες ή Ντερβίσηδες αλλά και γυναίκες Τουρκάλες που μεσολαβούσαν να βοηθήσουν στις ενέργειες των μάγων, που τις έλεγαν Τζαζούδες. Οι Τζιντζήδες, σοβαροί, λιγομίλητοι και με ένα κομπολόι στο χέρι υποτίθεται ότι επικοινωνούσαν με τα πνεύματα. Ο ενδιαφερόμενος, αυτός που ήθελε να μαγέψει τον άλλο, έπρεπε να έχει μαζί του οποιοδήποτε προσωπικό αντικείμενο του προσώπου που θα υποστεί τα μάγια, όπως ένα κομματάκι από τα ρούχα του, κυρίως τα εσώρουχα ή μερικές τρίχες. Τα έδιναν στον Τζιντζί, ο οποίος αφού τα διάβαζε και τα μάγευε, φρόντιζε να τα ράψει κρυφά στα ρούχα εκείνου ή εκείνης που ήθελε να μαγέψει. Σε ορισμένες περιπτώσεις διάβαζαν και διάφορα γιατρικά να του τα δώσουν στο ποτό ή το φαγητό του. Για να διαλυθούν τα μάγια έπρεπε να βρεθούν τα αντικείμενα που προκάλεσαν τη μαγεία και να καούν στη φωτιά. Υποχρέωναν τον μαγεμένο να ταξιδέψει σε θάλασσα, τον αποκάπνιζαν, τον έταζαν σε αγίους, τον διάβαζαν, έχοντας πάντα τον τζιντζή και τα ξόρκια του σαν σύμβουλο. Επειδή όμως η μαγεία ήταν απαγορευμένη από τη θρησκεία, όσους ανακάλυπταν ότι συμμετείχαν σε ανάλογες τελετές, τους αφόριζαν. Οι ντερβίσηδες και οι Τουρκάλες βοηθοί βέβαια, έπαιρναν την αμοιβή τους που συνήθως ήταν χρήματα και είδη ρουχισμού.