Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς

Η μετάβαση από την παραμονή, στην πρώτη ημέρα του χρόνου είναι γεμάτη από έθιμα που κινούνται ανάμεσα στις προλήψεις και στη μαγική επήρεια που προκύπτει από την αλλαγή του χρόνου. Το «μαγικό» περιεχόμενο της ημέρας και η προσδοκία του λαού μας για ευτυχία τη χρονιά που έρχεται, υπερτερεί σε ότι αφορά τα έθιμα, του εκκλησιαστικού περιεχομένου της ημέρας της Πρωτοχρονιάς που είναι η περιτομή του Χριστού και η Μνήμη του Βασιλείου του Μεγάλου. Το έθιμο του ροδιού της Πρωτοχρονιάς διατηρείται ως και σήμερα. Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος στην εξώπορτα του σπιτιού πετάνε και σπάνε ένα ρόδι και μετά μπαίνουν όλοι μέσα με το δεξί κάνοντας ποδαρικό ώστε ο καινούργιος χρόνος να τα φέρει όλα καλότυχα. Ο Ιανουάριος θεωρείται από το λαό μας ως ο πιο κατάλληλος μήνας για να γίνονται γάμοι, υποστηρίζοντας ότι όπως η πρωτοχρονιά ανοίγει τον καινούργιο χρόνο, έτσι ανοίγει και η τύχη τους. Επίσης τον Ιανουάριο οι αμπελουργοί κλαδεύουν τ’ αμπέλια και φροντίζουν το κλάδεμα να γίνεται όταν το φεγγάρι είναι γεμάτα, για να είναι γεμάτα και τ’ αμπέλια από κρασοστάφυλα.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από νωρίς το πρωί ψάλλονται τα κάλαντα. Στα χωριά κυρίως, τα παιδιά γυρίζουν κατά ομάδες, από γειτονιά σε γειτονιά και από χωριό σε χωριό, για να «αναγγείλουν» το γεγονός.

Βασιλόπιτα – Βασιλόψωμο – Βασιλοκουλούρες

Την Πρωτοχρονιά η νοικοκυρά ζυμώνει τη βασιλόπιτα και την κεντάει με πολλά «πλουμιά». Η σπιτική βασιλόπιτα (αγιοβασιλόπιτα) ετοιμάζεται είτε ως ψωμί, είτε ως ζυμωτό γλύκισμα που είναι περισσότερο αστική παράδοση. Και στις δύο περιπτώσεις έχει τη σημασία του θρεπτικού και στερεωτικού άρτου, αλλά και με έμμεση σκέψη προσφοράς στους νεκρούς.

Το τελετουργικό της κοπής της πίτας, το βράδυ της παραμονής, αποτελεί συμβολική πράξη μετάβασης από τον παλιό χρόνο στο νέο. Ο νοικοκύρης, πρωτοσταυρώνει με το μαχαίρι την πίτα, κι ύστερα προχωρώντας κυκλικά προς τα δεξιά, κόβει τα κομμάτια του Αγ. Βασιλείου, του Χριστού, της Παναγίας, του σπιτιού, του φτωχού και συνεχίζει με τους στενούς συγγενείς και τους ξένους, δείγμα σεβασμού των κοινωνικών αξιών. Στα χωριά, την παραμονή της πρωτοχρονιάς ταΐζουν με ιδιαίτερη φροντίδα τα ζώα γιατί θεωρούν ότι τη νύχτα θα περάσει ο Αϊ Βασίλης να τα ρωτήσει. Το βασιλόψωμο, είναι αφιερωμένο στον Άγιο Βασίλη απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Σε πολλές περιοχές ειδικά της Ρούμελης, οι νοικοκυρές εκτός από αλεύρι, βάζουν μέσα ρεβύθι αλεσμένο, βασιλικό και πάνω του φτιάχνουν διάφορα σχήματα και παραστάσεις σχετικά με την υγεία, την οικογένεια, τη σοδειά κλπ. Παράλληλα με το βασιλόψωμο οι νοικοκυρές φτιάχνουν και τις βασιλοκουλούρες που συνήθως δίνονται δώρα στα παιδιά και στα βαφτιστήρια.

Έθιμα και συμβολισμοί της Πρωτοχρονιάς

Πολλοί είναι οι συμβολισμοί, όπως και οι προλήψεις την παραμονή αλλά και ανήμερα της πρώτης μέρας του Χρόνου. Μεγάλη σημασία δίνουν σ’ αυτόν που θα πρωτοαντικρίσουν ή θα πρωτακούσουν. Τα Πρωτοαντικρίσματα και τα πρωτακούσματα είναι η αγωνία της οικογένειας για το πρωινό της Πρωτοχρονιάς. Το καλό ποδαρικό στο σπίτι και το πρώτο καλό συναπάντημα στο δρόμο, είναι προϋπόθεση  για μια ευοίωνη χρονιά. Σε πολλά χωριά,  η γυναίκα που θα πάει το πρωί της Πρωτοχρονιάς στη βρύση για νερό, θα πάρει μαζί της όλων των ειδών τα όσπρια και τα δημητριακά. Θα τα ανακατέψει με νομίσματα και όση ώρα θα γεμίζει η στάμνα της, αυτή θα πρέπει να «καλανίζει» (ανακατεύει) όλα αυτά λέγοντας «Να τρέχουν τα γεννήματα σαν το νερό της βρύσης». Πολλές οικογένειες στέλνουν στα συγγενικά σπίτια τα μικρά παιδιά τους με γλυκίσματα να κάνουν ποδαρικό. Η νοικοκυρά βάζει το παιδάκι να ταΐσει τις κότες λέγοντας «Όσους σπόρους δίνω, τόσα αυγά – πουλιά να πάρω». Στο σπίτι οι νοικοκυρές ανανεώνουν το νερό του σπιτιού, ενώ αφήνουν στις βρύσες του χωριού, δώρα εξευμενιστικά. Στο σπίτι αφήνουν το νερό της βρύσης να τρέξει για λίγο ενώ σκορπούν σπόρους ροδιού στα δωμάτια για να πληθύνουν τα αγαθά στο σπίτι. Φροντίζουν εκείνες τις ημέρες το σπίτι να είναι γεμάτο με φρούτα και ξηρούς καρπούς. Τα «αρραβωνιάσματα της φωτιάς» είναι έθιμο για την παραμονή των Χριστουγέννων. Ανάλογο έθιμο είχαν και για τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς. Πρόκειται για το «πάντρεμα της φωτιάς», όπου ο νοικοκύρης έβαζε στο τζάκι δύο μεγάλα ξύλα, που φρόντιζε να είναι ισομερή για να καίγονται το ίδιο. Ο λαός μας θεωρεί ότι εκείνη τη χρονική στιγμή είναι «ανοιχτή η ώρα» και όποια ευχή ή κατάρα κάνει ο άνθρωπος, αυτή θα πιάσει τόπο. Σε πολλά χωριά, κυρίως του Παρνασσού, την Πρωτοχρονιά σφάζουν μια κότα και με το αίμα της «αγιάζουν» το σπίτι και τη στάνη.

Τα Θεοφάνια Παραμονή των Φώτων, στις εκκλησίες ψάλλετε η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών για να βγει μετά ο παπάς ν’ αγιάσει. Μετά την απόλυση, θα πάρει ο παπάς το αγιασμένο νερό και θα γυρίσει στα σπίτια ν’ αγιάσει. Για πολλούς η μέρα είναι νηστίσιμη. Τρώνε τσιγαριστά χόρτα και λουκουμάδες. «Ήρθανε τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρά μεγάλη, κι οι αγιασμοί…» Ανήμερα των Φώτων εξελίσσεται ένα από τα γραφικότερα ελληνικά έθιμα, η κατάδυση του σταυρού στη θάλασσα. Η εκκλησία μας γιορτάζει το Φώτη, τη Φωτεινή, το Θεοφάνη, τον Φάνη και τη Φανή αλλά και τον Ιορδάνη. Φαγητό της ημέρας, συνήθως το χοιρινό με χορταρικό, ενώ σε πολλές περιοχές φτιάχνουν και το τσουρέκι της ημέρας, τη «φωτίτσα». Με το αγιασμένο νερό, οι οικογένειες θα πρέπει ν’ αγιάσουν το σπίτι, τις καλλιέργειες, τα ζωντανά αλλά και τη μεγάλη βρύση του χωριού. Η μέρα αυτή είναι σημαντική και για τους ναυτικούς, αφού ο αγιασμός της θάλασσας θα τους δώσει μια ψυχολογική ασφάλεια για τα ταξίδια τους.

Το τσουχτερό κρύο και οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του μήνα. Οι γιορτές, πλαισιωμένες από διάφορα έθιμα και δοξασίες, ζέσταιναν τον πρώτο μήνα του χειμώνα, που για τα ορεινά χωριά ήταν ιδιαίτερα δύσκολος. Το τζάκι αυτόν το μήνα δεν έσβηνε καθόλου εξαιτίας του κρύου αλλά και για να κρατά μακριά τα κακά πνεύματα και τα παγανά που κατέβαιναν από την καπνοδόχο. Όπως η φωτιά, έτσι και η στάχτη των ξύλων αυτών των ημερών θεωρούνταν ιερή και πολλοί συνήθιζαν να τη σκορπούν στα χωράφια και τα μαντριά, για να είναι πλούσιοι οι καρποί των φυτών και των δέντρων και για να έχουν καλή υγεία τα ζώα.

Το πλούσιο εορτολόγιο του Δεκέμβρη ξεκινά στις 4 του μήνα με τη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Οι αγρότες την τιμούσαν ιδιαίτερα, γιατί πίστευαν ότι εξουσίαζε τα στοιχεία της φύσης και είχε τη δύναμη να τους προστατεύει από ακραία καιρικά φαινόμενα, από τη φωτιά και τον ξαφνικό θάνατο. Την επόμενη, στις 5 του μήνα, είναι η γιορτή του Αγίου Σάββα και στις 6 του Αγίου Νικολάου. Τις τρεις συνεχόμενες αυτές γιορτές του Δεκέμβρη ο λαός μας τις ονομάζει «Νικολοβάρβαρα». Λίγες μέρες μετά, στις 12 του μήνα, έρχεται η γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, αγαπημένου αγίου του λαού μας, γιατί, εκτός από το ότι θεραπεύει πολλές αρρώστιες, οι αγρότες πιστεύουν ότι είναι βοηθός του Αϊ Νικόλα και βοηθάει όσους κινδυνεύουν σε θάλασσες και στεριές. Στις 15 Δεκέμβρη γιορτάζει ο Άγιος Ελευθέριος, προστάτης των εγκύων, ενώ στις 18 είναι η γιορτή του Αγίου Μόδεστου, ιδιαίτερα γνωστού και αγαπητού στους γεωργούς, αφού, όπως πιστεύουν προστατεύει τα ζώα και τους ζευγάδες.

Η πιο μεγάλη γιορτή του Δεκέμβρη και η πιο λαμπρή μέρα της χριστιανοσύνης βέβαια είναι στις 25 του μήνα, η γέννηση του Χριστού. Ο χειμώνας, αλλά και ο γιορτές των Χριστουγέννων άλλαζαν τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων. Το κρέας με πράσα ή λάχανα ήταν από τα το πιο διαδεδομένα εδέσματα των ημερών. Σε πολλά ορεινά χωριά  συνήθιζαν από νωρίς να σφάζουν προβατίνα, γίδα ή ζυγούρι, από τα οποία ξεδιάλεγαν το κατάλληλο και καλύτερο μέρος για τα Χριστούγεννα και την καθιερωμένη κρεατόπιτα της Πρωτοχρονιάς. Τα Χριστούγεννα ξεχωριστή θέση σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, είχε ο χοίρος με την τελετουργία της σφαγής που γινόταν παραμονές Χριστουγέννων (γουρονοχαρά). Διαδεδομένα και ξεχωριστά εδέσματα ήταν και αυτά που προέρχονταν από το κυνήγι, που, εκτός από πηγή τροφής, αποτελούσε και μια μορφή ψυχαγωγίας για τους άντρες. Λαγός στιφάδο, μπεκάτσες και πέρδικες βραστές ή ψητές υπήρχαν συχνά στο τραπέζι τους στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.

Πρωτοχρονιά στη Σμύρνη

 Από την παραμονή το βράδυ, τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα…

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά 

κι’ αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος…

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει

Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει…

 

Στη Σμύρνη, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Άγιο Βασίλη, όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι. Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε: Κάλαντα και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου.

Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στη λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του ν’ αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν στο σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας: «Καλημέρα, έτη πολλά». Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο, κάτι κακό θα συνέβαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπίσει. Έκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο το κεφάλι μου. Ο νοικοκύρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας.

Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αϊ- Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού.

Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας, με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί αυτός θα ήταν ο τυχερός και ευνοούμενος της νέας χρονιάς. Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νοικοκυρές άφηναν, μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά, στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς…

Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες, με το νερό της βρύσης για να «τρέχουν» τα αγαθά στα σπίτια τους.

 

Πρωτοχρονιά στο Μελί Μικράς Ασίας.

«Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά ετοιμάζει τα γλυκά της. Φοινίκια, κουραμπιέδες, κρούστες, λουκουμάδες και τζυμώνει τα ψωμιά της. Απέ τη τζύμη του ψωμιού, ήπλαθε και τη βασιλόπιττα, βάτζοντας μέσα ένα ασημένιο ή χρυσό νόμισμα, που το ελέγασιν “Τουρνέσι”. Ύστερης την ετοποθέτα μέσα σ’ ένα μπακιρένιο ταψί, στολίτζοντάς την με καρύδγια κι αμύγδαλα. Ύστερις την εχώριτζε μ’ ένα καινούργκιο χτένι σε τόσα ίσια κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας. Τα κομμάτια τα έλεγαν “μοίρες”. Βραδύς την παραμονή, το τραπέτζι με το φαγητό ματζί εγέμωτζε γλυκά, φρούτα, στάρι, κριθάρι λίγο κι ένα ρούδι. Ματζί με τους καρπούς εβάτζασιν και χρυσά ή ασημένια νομίσματα.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού απέ νωρίς είχε κομμένα δγυό μικρά κλαδάκια ελιάς, που τα ‘δενε σε σχήμα σταυρού, με μια κόκκινη κλωστή. Μ’ αυτόν τον σταυρό εσταύρωνε την βασιλόπιττα τρεις βολές λέγοντας τα λόγια: Άγιε μου Βασίλη μου και πρωτοβασίλη μου, στου καλόμοιρου την τύχη να βρεθεί και το τουρνέσι. Μετά ήκοβγκε τη βασιλόπιττα με τον εξής τρόπο: Επερνούσε το μαχαίρι εις το σταύρωμα των κλαδγκιών της ελιάς και κόβγοντας κάθε μοίρα ήλεγε: Του Χριστού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, των παιδγκιών κατά ηλικία, των κτημάτων ή των τζωντανών και του ξένου…

Το τραπέζι μετά το φαγητό το εφήνασιν γεμάτο και στρωμένο με γλυκά, φαγητά και φρούτα, γιατί βραδύς αργκά π’ ά πέρνα ο Αη βασίλης ήπρεπε νάβρει να φα και να πιεί, ώστε φεύγκοντας ευχαριστημένος να δώκει την ευκήν του για υγεία και καλοχρονιά εις το σπίτι…»

 

«Ο Άγιος Βασίλης των βοσκών»

Κάλαντα από το Μελί Ερυθραίας Μικράς Ασίας

 

«Βασίλης βόσκει πρόβατα, Βασίλης βόσκει γίδγκια.

Στο ‘να μαντρί τυροκομά, στ’ άλλο στερφοχωρίτζει,

στ’ άλλο χύνει τον τσίρο του, να μην πνιγούν τ’ αρνιά του.

Κλέφτες τον απαντήσανε σαράντα Σαϊμτζήδες.

-Βασίλη δέσε τα σκυλιά να μη μας χαραμίσουν.

-Πώς να τα δέσω τα σκυλιά που είστε χαραμτζήδες,

και μένα θα σκοτώσετε να πάρετε τα γίδγκια.

Στην πίστη, στο λόγο μας, Βασίλη στ’ άρματά μας.

Πιάνει και δένει τα σκυλιά με δεκοχτ’ αλυσίδες.

Δένει την σκύλα την κακιά, και την αθρωποφάγα,

και το τρεμολοκούλουκο με δεκαοχτώ αλυσίδες.

Παίρνει και πα και δένει τα σ’ ένα ξερό πηγάδι.

Οι κλέφτες τον συλλάβανε πισθάγκωνα τον δένουν.

-Βασίλη που ‘τα χρουσά και που ‘ναι τα φλουργκιά σου;

-Τα πρόβατα τα χρήματα, τα γίδκια τα φλουργκιά μου.

-Περικαλώ σας βρε παιδγκιά περικαλιά μεγάλη.»

 

Στην Αρτάκη Κυζίκου μεγάλη χαρά είχε η προετοιμασία της βασιλόπιτας. Η Αρτακινή νοικοκυρά, μαζί με τη μεγάλη κόρη της, σηκωμένες απ’ τα χαράματα της παραμονής, ετοίμαζαν τα υλικά για δύο βασιλόπιτες. Μία ζεματιστή και μία φυλλένια. Η ζεματιστή ήταν είδος κέικ, που περιέχυναν το αλεύρι με ζεματιστό λάδι και βούτυρο, έβαζαν αυγά, ζάχαρη άρωμα μαστίχας και πορτοκάλι. Άδειαζαν τη ζύμη σε μεγάλο μπρούτζινο ταψί και στόλιζαν την επιφάνεια με αμύγδαλα και σουσάμι. Η πλαστή γινόταν με φύλλα, ζάχαρη, βούτυρο, αμύγδαλα, σουσάμι. Τα φύλλα τ’ άνοιγαν οι γυναίκες με το κυλινδρικό ραβδί στην πλασταριά. Το φλουρί ήταν χρυσό κόσμημα «Κωνσταντινάτο». Το τύλιγαν σε τσόφλι αυγού, που συμβόλιζε να είναι το σπίτι γεμάτο όλο το χρόνο, όπως τ’ αυγό…

Μετά το φαγητό που είχε ως βάση το χοιρινό κρέας, από τα χοιρίδια που έτρεφαν στον κήπο τους για τούτη τη μέρα, έβαζαν στο τραπέζι τη βασιλόπιτα, δίπλα το θυμιατό, το ρόδι, ξηρούς καρπούς, φρούτα και το κουτί με τις ντούπλες, τις λίρες, τα πεντόλιρα. Η νοικοκυρά θύμιαζε τρεις φορές το τραπέζι με την πίτα, ύστερα τους παρευρισκόμενους, τα εικονίσματα, τα δωμάτια, την εξώπορτα και ο πατέρας χρύσωνε την πίτα ρίχνοντας πάνω της χρυσά, που συμβόλιζαν δύναμη και πλούτο. Έσπαγαν το ρόδι και στόλιζαν την πίτα για γούρι και ευτυχία…

Ο πατέρας χάραζε στην πίτα τρεις φορές το σχήμα του σταυρού και άρχιζε το κόψιμο. Το πρώτο κομμάτι του Χριστού και του Άη Βασίλη, το δεύτερο του πατέρα και της μάνας, το τρίτο της μεγάλης κόρης και όλοι στη σειρά έπαιρναν το κομμάτι τους. Τα πρόσωπα άστραφταν αυτή τη νύχτα…

«Γέρε χρόνε φύγε τώρα πάει η δική σου η σειρά,

ήρθ’ ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια, με χαρά.

Τι κι αν φεύγεις μακριά μας, στην καρδιά μας πάντα ζεις, κάθε λύπη και χαρά μας που περάσαμε μαζί.

Καλή Χρονιά, Καλή Χρονιά,

χαρούμενη, χρυσή, Πρωτοχρονιά.

Πάει ο παλιός ο Χρόνος κι ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά.»

 

  Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…

 

Ο Άγιος Βασίλης είναι ο κατεξοχήν άγιος της Πρωτοχρονιάς. Κάτι ανάμεσα στον Ιεράρχη της Καισαρείας και σ’ ένα συμβολικό πρόσωπο του Ελληνισμού. Ο πραγματικός Άγιος Βασίλης γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί σπούδασε θεολογία και νομική και μετά συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην Αθήνα, όπου διδάχτηκε φιλοσοφία, ρητορική, ιατρική και γεωμετρία. Επέστρεψε στον Πόντο και ασκήτεψε αφού πούλησε την περιουσία του και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς. Το 370 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος της Καισαρείας.

 Η ιστορία της βασιλόπιτας

Η παράδοση λέει: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος δεν  θέλησε τελικά να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Επειδή όμως υπήρχαν πολλά όμοια αντικείμενα, τα οποία είχαν προσφέρει δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π.  ο διαχωρισμός ήταν δύσκολος Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, όπως λεει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.

Πρωτοχρονιάτικες δοξασίες για τον καινούργιο χρόνο

 Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στα χωριά της Καππαδοκίας τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα κατά ομάδες, συνήθως έξι άτομα. Τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κατέβαζαν στο σπίτι ένα φαναράκι δεμένο μ’ ένα σχοινί. Ανεβοκατέβαζαν το φαναράκι ψάλλοντας το τροπάριο «Εις πάσαν την γη εκήλθεν ο φθόγγος σου…».

Τα υπόλοιπα τρία παιδιά έμπαιναν στο σπίτι για να πάρουν τα δώρα τους που συνήθως ήταν τρόφιμα.

Τα ξημερώματα ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση να φέρουν νερό στον Άη Βασίλη «σουγιού». Αφού γέμιζαν τις στάμνες τους, κρατούσαν μια σακούλα μικρή με νομίσματα για να τρέξει μέσα το νερό ώστε αυτά να πολλαπλασιαστούν.

Το ρόδι

Στις περισσότερες περιοχές της Μικράς Ασίας, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο νοικοκύρης έπρεπε να πάει με τα παιδιά του στην εκκλησίας, για να λειτουργήσει το ρόδι. Έπαιρνε μαζί του και ένα φαναράκι και για να φέρει άγιο φως και ένα μπουκαλάκι για αγιασμό από την εκκλησία.

Επιστρέφοντας στο σπίτι μετά τη λειτουργία, έπρεπε να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας, να τ’ ανοίξουνε για να κάνει πρώτος ποδαρικό. Μπαίνοντας στο σπίτι, με το δεξί του πόδι, έριχνε δυνατά στο πάτωμα το ρόδι για να σκορπιστούν οι ρόγες παντού, λέγοντας: «Με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέον έτος, κι όσες ρόγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες νά ‘χει η τσέπη μου ούλη τη χρονιά». Αν είχε πάει και η νοικοκυρά στην εκκλησία, έμπαινε στο σπίτι αμέσως μετά τον άντρα της, ρίχνοντας ένα πετραδάκι, λέγονας: «Όσο βαραίν’ η πέτρα, τόσο να βαραίνει κι’ η σακούλα του αντρούς μου». Το σπασμένο ρόδι δεν το μάζευαν την ίδια μέρα γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά. Πολλοί τ’ άφηναν στο πάτωμα για 40 ημέρες.

 

Αγριοκρεμμύδα για τη βασκανιά

Η αγριοκρεμμύδα, ένας ταπεινός, αυτοφνόμενος βόλος, σύμβολο ζωτικότητας, έκανε την εμφάνισή της κάθε Πρωτοχρονιά στην εξώπορτα πολλών σπιτιών. Το φυτό αυτό που διακρίνεται για την βλαστική του δύναμη και την αντοχή τους στις πιο αντίξοες συνθήκες, ήταν έθιμο να κρεμιέται σαν γούρι στις εξώπορτες για να χαρίζει κάτι από την εκπληκτική ζωτικότητα και αντοχή του.

 

Οι «βίζιτες της Πρωτοχρονιάς»

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά στολισμένη με όλα της τα καλά για να τιμήσει τον άντρα της, δεχόταν επισκέψεις. Οι επισκέπτες έπρεπε να φάνε αλλά να πάρουν και μαζί τους μερικά απ’ τα γλυκίσματα που είχε φτιάξει για να την παινέψουν.

«Πολύ πετυχημένα τα σεκέρ λουκούμι σας, αμπίς τα φοινίκια σας, θρούν καλέ μόλις τα βάνεις στο στόμα. Τα αυγοκαλάμαρα μελομένα όπως πρέπει, γεια στα χεράκια σας». Αυτά άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες στα σμυρνέικα σπίτια και οι νοικοκυρές το είχαν καμάρι.

Ρετσέλια, βύσσινο, γλυκά κουταλιού, μαστίχα άσπρη, κυδώνι πελτέ, λιαστά κυδωνοπάστελα και περγαμόντο. Όλα έπρεπε να βρίσκονται στο μεγάλο ασημένιο δίσκο, στρωμένο με λινό πετσετάκι ολοκέντητο ή λασεδένιο….

Στην πατρίδα ο κόσμος ζούσε με καλοπέραση, αλλά και με μεγάλο νοικοκυριό. Οι γυναίκες μονάχα δεχόντουσαν επισκέψεις εκείνη τη μέρα και εκείνες έκαναν τις επισκέψεις τους την επομένη. Στις επισκέψεις αυτές γινότανε και το «μοστράρισμα» των «μποναμάδων».

Ότι έπαιρναν ως δώρο τις ημέρες των Χριστουγέννων έπρεπε να το φορέσουν στις «βίζιτες». Οι παντρεμένες και οι αρραβωνιασμένες έπρεπε να δείξουν τα δώρα από τους άντρες και τους αρραβωνιαστικούς τους. Κυρίως τα χρυσαφικά.

Κορδόνι μακρύ με Κωνσταντινάτα, μαλαματένια βραχιόλια, σκουλαρίκια καρφωτά, μονόπετρα δαχτυλίδια, μαργαριτάρια. Με τα πιο καλά τους λούσα και στολίδια ξεκινούσαν για τις επισκέψεις φορώντας απαραίτητα και το καπέλο με το φτερό…

Παραμονή Πρωτοχρονιάς στον Πόντο

Στην Τραπεζούντα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινόταν λαϊκός συναγερμός, ένα εορταστικό πανηγύρι που ξεσήκωνε όλους. Το βράδυ παρέες μικρών παιδιών (ποτέ μεγάλοι), με πολύχρωμα φανάρια, τα συμβολικά χαρτοκάραβα, ξεχύνονταν στους δρόμους να πουν:«Αρχή μηνιά, κι αρχή χρονιά, κι αρχή καλός μας χρόνος» ή «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία».

Και στο Σταυρίν έψαλλαν τα ίδια κάλαντα και παράλληλα με αυτά, εύθυμες παρέες με επικεφαλής το «λυριτζή», έψαλλαν και αυτοσχέδια τραγούδια, με σκοπό να αποσπάσουν μεγαλύτερο φιλοδώρημα από το νοικοκύρη. Το ίδιο βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ο αρχηγός της οικογένειας, άνδρας ή γυναίκα, «εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’», σκορπίζοντας διάφορους καρπούς μέσα στα διαμερίσματα του σπιτιού και λέγοντας: «Άμον το ρούζ’νε αούτα τα καλά, αέτσ’ πα να ρούζ’νε απέσ’ σ’ οσπίτ’ ν’ εμουν τ’ ευλοΐας και τα καλοσύνας».

Στο Καπίκιοϊ ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε καρύδια και ρίχνοντάς τα στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού έλεγε: «Ευτυχισμένο το Νέον ΄Ετος! Εδέβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία» και στη συνέχεια έκοβε την πίτα, που πάντα είχε μέσα κάποιο νόμισμα.

Σε άλλα μέρη του Πόντου, ο αρχηγός της οικογένειας σκορπούσε αντί για καρύδια, «λεφτοκάρυα» δηλαδή φουντούκια, λέγοντας: «Κάλαντα καλός καιρός τα πάντα και του χρόνου».

Στη Ροδόπολη, σε όποιον «έπεφτε» το νόμισμα της βασιλόπιτας, αυτός ήταν και ο τυχερός. Είχε το δικαίωμα να περιφέρει ένα μήλο ή πορτοκάλι δεμένο σε κλωστή, οπότε και τον φιλοδωρούσαν γενναία.

Στη Σάντα στο τραπέζι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά έβαζε εφτά ειδών φαγητά. Αν δεν είχε, «ερμάτωνεν» (συμπλήρωνε) με ρόκες καλαμποκιού, ξερά ή νωπά φρούτα ή γλυκοκολόκυθα. Το βράδυ εκείνο, το τραπέζι δεν το ξέστρωναν για να είναι διαρκής ο πλούτος των αγαθών και η ευτυχία. Άναβε ακόμη κεριά για όσους πεθαμένους υπήρχαν στην οικογένεια, από ένα κερί για όποιον είχαν ίσως λησμονήσει ή τρία κεριά για όλους «πάππων προς πάππων και γονέων προς γονέων».

Και στη Γαλίανα τηρούσαν το ίδιο έθιμο. Το τραπέζι μετά το δείπνο έπρεπε να μείνει «κουρεμένον» (στρωμένο), «δια να έλθουν να τρών’ απ’ εμάς καλλίον που είναι» (δηλαδή οι μάγισσες). Ο νοικοκύρης έριχνε μετά μέσα σ’ ένα «σαχάν» (χάλκινο σκεύος) γεμάτο καρύδια και λεπτοκάρυα, με τα οποία στο τέλος του δείπνου έπαιζαν το «τεκ’ μη τσούφτ’» (Έκλειναν μέσα στην παλάμη τους κάμποσα φουντούκια, την άπλωναν σε έναν παίκτη και του έλεγαν τέκ’ μη τσούφτ’. Ο παίκτης έδινε μια απάντηση και αν αυτή ήταν σύμφωνη με το περιεχόμενο της παλάμης έπαιρνε όλα τα φουντούκια. Αν ήταν λάθος έπρεπε να δώσει ισάριθμα φουντούκια).

Έριχνε επίσης μερικά κέρματα και τα σκόρπιζε μέσα στο σπίτι, λέγοντας ευχές. Τα χρήματα αυτά επιτρεπόταν να τα πάρει το πρωί εκείνη που θα σκούπιζε το σπίτι.

Στην Ίμερα το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έφερναν ένα μεγάλο μεταλλικό δίσκο, το σινίν, και το έβαζαν κοντά «στην εικόναν» (το εικονοστάσι), ανάβοντας επάνω του τρία κεριά. Αργότερα άνοιγαν τα «πουλούλα..» (τα πιθάρια με τα διατηρημένα μήλα και αχλάδια) και τα έβαζαν πάνω στην «σάγκαν» (τραπέζι σκεπασμένο με στρωσίδια και από κάτω μαγκάλι). Έβαζαν ακόμη ξηρούς καρπούς και νωπά μήλα. Σ’ ένα από τα μήλα στήριζαν ένα αναμμένο κερί. Την Πρωτοχρονιά δεν μαγείρευαν κρέας αλλά «χασίλ’» (λαπά με βούτυρο και  γάλα), για να «μη τζακοποδίουνταν τα ζώα» (να μη σπάνε τα πόδια τους τα ζώα).

Στην Τραπεζούντα στο τραπέζι του δείπνου υπήρχαν πολλά και ποικίλα φρούτα και φαγητά. Πρωτεύουσα θέση είχαν τα τσουρέκια, που μέσα τους έκρυβαν το φλουρί του τυχερού. Στο τραπέζι αυτό ο αρχηγός του σπιτιού έπαιρνε ένα ποτηράκι με ούζο, έχυνε  λίγες στάλες σε σχήμα σταυρού στις τέσσερις πλευρές του κάνοντας την ευχή «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» και έπινε το υπόλοιπο στην υγεία και ευτυχία των σπιτικών, των παρόντων και γενικά όλου του κόσμου.

Στη Σινώπη τη νύχτα της παραμονής τοποθετούσαν στη στέγη του σπιτιού ένα δίσκο με φαγητά, για να φάνε οι «μάϊσσες», «οι απ’ εμάς καλοί». Στο εικονοστάσι έβαζαν ένα κλαδί δάφνης ή ελιάς λέγοντας μια σχετική ευχή, ενώ πάνω από την εστία σχημάτιζαν έναν σταυρό από χαλβά λέγοντας πάλι μια σχετική ευχή. Πριν μοιράσουν τον «κουλτσά» (βασιλόπιτα) έτρωγαν τρεις μπουκιές με μέλι και βούτυρο. Στα πρωτοχρονιάτικα έθιμα ιδιαίτερη θέση είχε και το έθιμο του καλαντόνερου, το οποίο πίστευαν ότι είναι το θεμέλιο του σπιτιού. «Το καλαντόνερον πα τ’ οσπιτί’ το τεμέλ’ έν’». Μ’ αυτό γινόταν το πρωινό νίψιμο της Πρωτοχρονιάς.

Το ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς για τους Πόντιους ήταν ακόμη ένα έθιμο στο οποίο έδιναν  ιδιαίτερη προσοχή. Στην Αμισό δεν επιτρεπόταν σε κανένα, η είσοδος στο σπίτι, προτού μπει ο παπάς, να κάνει αγιασμό. Στο Σταυρί αντί για μικρό παιδί έβαζαν και ένα αρνάκι για γούρι. Πίστευαν επίσης ότι την Πρωτοχρονιά δεν έπρεπε να κλαίει κανείς, γιατί θα έκλαιγε όλη τη χρονιά και δεν έπρεπε να κοιμάται, γιατί θα γινόταν νυσταλέος και τεμπέλης. Στην Τραπεζούντα την αυγή της Πρωτοχρονιάς μαζευόταν όλη η οικογένεια στο παράθυρο του σπιτιού, που έβλεπε προς τη θάλασσα και, κάνοντας το σημείο του σταυρού, τη μετάνοια της, ζητούσε από τη θεία Πρόνοια να της χαρίσει «τύχην φαρδύν άμον το πλάτος ατ’ς» και υγεία «υίαν καθαρόν άμον το νερόν ατ’ς».

 

Ο Μωμό(γ)ερον , οι Μωμό(γ)έρ’ , οι Μωμό(γ)εροι, τα Μωμο(γ)έρα

 Από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων του Πόντου ιδιαίτερο εθνολογικό και δραματικό ενδιαφέρον  παρουσιάζει  το λαϊκό παραδοσιακό θέατρο, οι μεταμφιέσεις δηλαδή και τα δρώμενα κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα- Πρωτοχρονιά – Θεοφάνια). Η επικρατέστερη ονομασία του θιάσου και της εθιμικής παράστασης ήταν ο Μωμό(γ)γερον , οι Μωμό(γ)έρ’ , οι Μωμό(γ)εροι, τα Μωμο(γ)έρα κυρίως στην  Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη, αλλά και σε κάποιες ακόμη περιοχές. Υπήρχαν  και αρκετές άλλες ονομασίες οι οποίες προέρχονταν είτε από την παραλλαγή που παρουσίαζαν είτε από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που παρίσταναν.

Οι θίασοι αποτελούνταν από άτομα νεαρής ηλικίας και κατά κανόνα από την ίδια περιοχή. Ο αριθμός των ατόμων ήταν ίσος με  αυτών που έπαιζαν τους ρόλους και πλαισιώνονταν από βοηθούς και συνοδούς  οπότε και αυξανόταν και ο αριθμός των μελών του θιάσου. Το τραγούδι και ο χορός ήταν απαραίτητα στοιχεία για κάθε παράσταση. Τα μουσικά όργανα που συνόδευαν ήταν κυρίως λύρα , κεμανές, νταούλι και κάποιες φορές ξύλινα κουτάλια. Ο σκοπός των παραστάσεων κατέληξε, να είναι ψυχαγωγικός ,κατά κύριο λόγο, με δευτερεύοντα τον φιλανθρωπικό. Οι εισπράξεις δηλαδή των παραστάσεων, όταν αυτές  ήταν σε είδος (βούτυρο, αλεύρι, φρούτα κ.λ.π) κατέληγαν σε φτωχές οικογένειες ή καταναλώνονταν στα γλέντια των μελών του θιάσου ενώ οι χρηματικές δίνονταν στην κοινότητα για την σχολική εφορία καθώς και στην εκκλησιαστική επιτροπή. Οι παραστάσεις των Μωμόγερων, στον Πόντο, ατόνησαν στις πόλεις πριν από την Ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-1924), αλλά διατηρήθηκαν στα χωριά. Μετά τον ξεριζωμό και την  εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα , τα Μωμο(γ)έρα  μεταφέρθηκαν  στη νέα πατρίδα όπου παρουσιάζονται μέχρι και σήμερα σε αρκετές περιοχές κυρίως της Μακεδονίας.

 

Πρωτοχρονιά στον Πόντο

Οι Προετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά ξεκινούσαν πολλές ημέρες πριν. Θα έπρεπε να ετοιμάσουν τα δώρα, θα εκαλαντίαζαν τα παιδιά, θα εκαλαντίαζαν το πεγάδ’, θα φρόντιζαν ιδιαίτερα ακόμη και τα ζώα τους.Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μετά το δείπνο έβαζαν ένα μεγάλο μεταλλικό δίσκο (το σινίν’) κοντά στο εικονοστάσι και άναβαν πάνω τρία κεριά. Με την αλλαγή της ώρας έκοβαν τη βασιλόπιτα. Πρώτα έβγαζαν το κομμάτι της εικόνας, ύστερα του παππού, της γιαγιάς, του πατέρα, της μάνας και των παιδιών. Έτρωγαν τις τρεις πρώτες μπουκιές με μέλι και βούτυρο. Σε όποιον έπεφτε το νόμισμα, πίστευαν ότι η χρονιά θα έφερνε τύχη. Καλό σημάδι για όλη την οικογένεια ήταν όταν το νόμισμα έπεφτε στην Παναγία. Λίγο πριν ξημερώσει πήγαιναν στη βρύση του χωριού να πάρουν το καλαντόνερον και εκαλαντίαζαν (δώριζαν) το πηγάδι με διάφορα φαγώσιμα. Ο πρώτος που θα πήγαινε στη βρύση άφηνε λίγα κουλούρια για το στοιχειό της βρύσης. Ο δεύτερος έπαιρνε τα κουλούρια ή τα γλυκά του πρώτου και στη θέση τους άφηνε τα δικά του για να τα πάρει ο επόμενος που θα πήγαινε.

Τις άγιες μέρες οι Πόντιοι βοηθούσαν όλους τους συγχωριανούς. Βοηθούσε ο ένας τον άλλο, γιατί ήθελαν και το γείτονά τους ευτυχισμένο, πιστεύοντας ότι «κάλλιο κακός χρόνος, παρά κακός γείτονας».

Γι’ αυτό και κατά την αναμονή της Πρωτοχρονιάς η ευχή που έβγαινε από τα χείλη τους ήταν: «…Ο Θεόν όλεν τον κόσμον κι εμάς πα να μη ανασπάλλ’…» ζητώντας με την προσευχή τους «Τύχην φαρδύν άμον το πλάτος ατ’ς (της θάλασσας) και νίαν καθαρόν άμον το νερόν ατ’ς».

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στα δέκα ελληνικά χωριά των Σουρμένων, νέοι και έφηβοι με επικεφαλής τον έφορο του σχολείου εθήμιζαν το νοικοκύρη και τους ενοίκους του σπιτιού δίνοντάς τους ευχές.

Οι νέοι που έψαλλαν λέγονταν «θημιστάντ’». Τα κάλαντα τα έψαλλαν και μεγάλοι και θεωρούσαν κυρίως κάλαντα μόνο αυτά της ημέρας της Πρωτοχρονιάς. Υπήρχε μάλιστα συνήθεια, ένα μέλος της οικογένειας να κοιμάται σε συγγενικό ή γειτονικό σπίτι, ώστε το πρωί της Πρωτοχρονιάς να κάνει ποδαρικό με την ευχή: «Κάλαντα – κάλαντα, καλώς τον Καλαντάρη, αγούρ παιδία και θελυκά μουσκάρια. Έρθεν ο νεόχρονος και εδέβεν ο παλαιόχρονος». Λέγοντας αυτά ταυτόχρονα σκορπούσαν μέσα στο σπίτι και διάφορα γεωργικά προϊόντα όπως καλαμπόκι, φασόλια, φουντούκια, για το καλό του χρόνου και την αύξηση της γεωργικής παραγωγής.

Στη Σινώπη δεν έλεγαν τα κάλαντα στην ποντιακή διάλεκτο, αλλά ως εξής:«Ζητώ την χάριν άρχοντες το στόμα μου ν’ ανοίξω…» Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι ήταν απαραίτητο το μελοβούτυρο, η κουλτιά (πίτα από φύλλα ζυμαριού σκέτα, αλειμμένα με βούτυρο) και ένα  είδος γλυκίσματος που παρασκεύαζαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς βράζοντας κοπανιστά καρύδια και ζάχαρη το οποίο έλεγαν «κάλαντα». Το μείγμα αυτό, αφού «έδενε», το έβαζαν σε μικρά πλατυσμένα κομμάτια ανάμεσα σε δύο φύλλα δάφνης Το τραγούδι της Πρωτοχρονιάς το έλεγαν «καλημερίσματα», χρησιμοποιούσαν επίσης τη λέξη «καλαγκιάζω», που σημαίνει φιλοδωρώ επ’ ευκαιρίας της Πρωτοχρονιάς. Την παραμονή το βράδυ, στη μέση του τραπεζιού, ήταν τοποθετημένη η βασιλόπιτα, ο «κουλτσάς», φτιαγμένη με φύλλα χωρίς ζάχαρη, η οποία έκρυβε μέσα την «παρά» (την τύχη). Επίσης στο τραπέζι υπήρχε και μέλι με βούτυρο, χτυπημένο καλά μέσα σε όμορφα πιάτα, ενώ κοινό πρωτοχρονιάτικο τραγούδι ήταν και εδώ το «Άι Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία».

Στη Ροδόπολη το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, τα κορίτσια που ήταν σε ώρα γάμου, πριν κοιμηθούν σταύρωναν τρεις φορές με την παλάμη όρθια το μαξιλάρι τους, για να δουν καλό όνειρο κι εκείνον που θα παντρευτούν. Όπως τα Χριστούγεννα, έτσι και την Πρωτοχρονιά, άναβε στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο. Στην Κορόνιξα το κούτσουρο αυτό , το λεγόμενο «καλαντοκούρ’», έπρεπε να είναι από μηλιά, ενώ τα Χριστούγεννα ήταν από απιδιά. Πρόσεχαν πολύ να καίγεται όρθιο, γιατί αν έπεφτε, πίστευαν πως θα χαλούσε το γούρι τους.

Στην Ινέπολη το ογκώδες αυτό ξύλο, που το έλεγαν «καλαντοκούτουκο» (από το κουτούκι), το τοποθετούσαν στο τζάκι την Πρωτοχρονιά και έκαιγε μέρες ολόκληρες.

Στην Τραπεζούντα όμως το «καλαντοκούρ’» ήταν κάτι διαφορετικό από το καυσόξυλο. Το καλαντοκούρ’ εδώ θα το στόλιζαν την ώρα του πρωτοχρονιάτικου δείπνου.

Τα καλαντοκούρια ήταν μικρά συμμετρικά ελαιόκλαδα, που τα στόλιζαν με φουντούκια, τα οποία, αφού τα ράγιζαν πριν, τα κολλούσαν στα φύλλα της ελιάς, χώνοντας τις μύτες των φύλλων στη σχισμή που προκαλούσαν με το ράγισμα των φουντουκιών. Το καλαντοκούρ’, σύμβολο και αυτό της ευτυχίας και του πλούτου, δωριζόταν από τον οικοδεσπότη στην «εικόνα» του σπιτιού και στο κατάστημά του.

Στην περιοχή Μεσοχαλδίου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λέγοντας τα παιδιά τα κάλαντα, κρατούσαν στα χέρια τους από ένα μήλο ή πορτοκάλι, πάνω στο οποίο οι άνδρες κάρφωναν ένα νόμισμα και καθώς τα πρότειναν, εκείνα έλεγαν: «Κάλαντα και καλός καιρός, τα πάντα και του χρόνου».

Τα κορίτσια ντρέπονταν να κρατούν στα χέρια μήλα ή πορτοκάλια, γι’ αυτό περιορίζονταν να πηγαίνουν σε συγγενικά μόνο σπίτια και από ‘κει να κατεβάζουν από το φεγγίτη (το μεσορδάν’) το μήλο δεμένο με μια κλωστή, οπότε, αφού του κάρφωναν πάνω ένα νόμισμα, το τραβούσαν πάλι.

Και στη Σάντα γινόταν το ίδιο. Το φιλοδώρημα που δέχονταν ήταν μερικές δεκάρες ή φρούτα γιατί και τα φρούτα ήταν ευπρόσδεκτα, αφού στη Σάντα, που βρισκόταν σε 1.500-1.800 μέτρα υψόμετρο, εκτός από ελάχιστες αχλαδιές, δεν υπήρχε κανένα άλλο οπορωφόρο δέντρο.

Στην Ίμερα και στην Κρώμνη, οι καλαντιστές εύχονταν στους νοικοκύρηδες εκτός από την καλή χρονιά, να αποκτήσουν και αρσενικά παιδιά και θηλυκά μοσχάρια και τα πρόβατά τους να γεννούν δύο φορές το χρόνο.

Ποντιακά Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου.

Αρχή μήλον εν’ κι αρχήν κυδώνεν, κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον,

Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλεν’, για μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντα μ’,

καλέ μ’ αφέντα. Έρθαν καλά παιδία σην πόρταν

και ξαν σην πόρτα σ’. Άψον το κερί σ’ κι έλα σην πόρτα σ’

Χα, μηλόπα, χα τζιρόπα, χα ξερά μαύρα κοκκιμελόπα,

Χρόνια πολλά και πάντα και του χρόνου

 

ΚΑΛΑΝΤΑ

Όλεν τ’ οσπίτ’ με τ’ έμορφα κλαδία αρματώστεν κ’ έναν τραπέζ’ να στρώνετεν πέραν – περού γομάτον

με τη κοσμί’ τα νόστιμα φαϊα. Και απλώστεν ολόερα με τα χρυσά τα φύλλα στολισμένα,

μήλα και λεφτοκάρα και με τ’ άργυρα πϊάτα το πρωτομέλ’, το ξανθομέλ’ με τα καρυδοκάντζα

κουμουλωτά να φέρετεν και τα χρυσά ποτήρα κ’ εκείν’ το κοκκινόξανθον κρασίν, τ’ ευλογημένον,

ντο έπιναν ’ς σα παλαιά τα χρόνια τη Αθήνας οι δοξασμέν’ ΄ς σα γράμματα κ’ οι πρώτ’ ΄ς  σή πολιτείας

τα έργατα. Κι ας πίνομε, εβίβα, με τα γέλ’τα, με την χαράν και με το κέϊφ’ και καλοκαρδισμένοι…

Άκούτεν ντο νουνίζω ΄γω να λέω τραγωδίαν: «Κάλαντα, πάντα Κάλαντα και πάντα και τη χρόνου!

Ευτυχισμέν’, πολύχρονοι και πανταχαρεμένοι να ζούμε και να χαίρουμες! Και καλολαλεμένα

να είναι τα παιδόπα μουν! Και παρατιμημένοι οι μειζοτέρ’, άμον ντο πρέπ’ ΄ς σον κύρην και ΄ς σή μάνναν,

κ’ οι συγγενοί κ’ οι φίλοι, γλυκόστομοι,γλυκόλαλοι, αδέλφα αγαπημένοι!

Και η καρδία μουν να έν’ τόπος τσιτσεκωμένος, άμον ντο στέκ’ αμάραντα και φύλλα και κλαδία

σκουττουλισμένα και με τ’ ήλ’ το φώς πάντα γομάτον έμνοστα και πανέμνοστα τη παρχαρί’ εβόρας

και αερόπον ελαφρόν! Και η καρδία μουν να έν’ θρόνος με τα τσιτσέκια,

με τα πρωτοτριαντάφυλλα, με τα μανουσακόπα κι ανθόκλαδος κι ανθόπλαστος και ανθομυριγμένος

κι’ έναν καλόν πουρνόπον απάν’ ασ’ σ’ άθθα τα πολλά, τα ανθονοταγμένα,

χρυσόν Εικόνα, ο Χριστόν, σίτ’ ευλογίζ’, να έρται να έρται και να κάθεται ΄ς σόν Θρόνον». Και ατώρα

τ’ ετοιμασέας ΄γρήγορα, χωρίς αργοπορίαν να τελειώνετεν. Θα έρχουνταν οι καλεσμένοι.

Θά έρτ’ ο Πρωτολάλετον ο Πρωτολαλεμένον!.. Πώς! ασ’ σήν γήν ΄ς σόν ουρανόν χαίρεται η καρδία μ’.