Τα τραγούδια της Σμύρνης
Σημαντικότερος πόλος συγκέντρωσης ελληνικού πληθυσμού υπήρξε η πρωτεύουσα της Ιωνίας, η Σμύρνη, όπου από τον 17ο αιώνα είχε διαμορφωθεί ένας αστικός τρόπος ζωής. Στη διάρκεια των αιώνων που ακολουθούν η πρωτεύουσα της Ιωνίας γίνεται κέντρο ενός ευρύτερου πολιτισμού. Οι Έλληνες της Σμύρνης είχαν αναπτύξει μεγάλο λαογραφικό πλούτο με ήθη, έθιμα, παραδόσεις, θρύλους, παραμύθια αλλά και τραγούδια τα οποία απηχούσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μοναδικής αυτής πολιτείας της Ανατολής. Όλες τις χριστιανικές γιορτές τις γιόρταζαν με μουσική, χορό και τραγούδι. Τα τραγούδια και η μουσική ήταν συνυφασμένα με τη ζωή τους και στους στίχους αποτύπωναν τις χαρές και τις λύπες, τα πάθη, τους πόθους και τους έρωτες αλλά και όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής. Τα όργανα που συνόδευαν τα σμυρναίικα λαϊκά τραγούδια, ήταν κυρίως βιολί, ούτι, και το σαντούρι ή το κανονάκι. Χρησιμοποιούσαν ακόμη κιθάρα, μαντολίνο, κλαρίνο, τουμπερλέκι, ταμπουρά, ντέφι και μερικές φορές φλάουτο. Στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης συνυπήρχαν χωρίς διακρίσεις τραγούδια διαφορετικών ειδών. Δημοτικά, αστικά, λαϊκά, τραγούδια του μουσικού θεάτρου, ευρωπαϊκές μελωδίες και οπερέτες αλλά και αμανέδες. Διαδεδομένη ήταν και η παντινάδα, η γνωστή καντάδα, έξω από την πόρτα ή το παράθυρο της αγαπημένης.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, η Σμύρνη και δευτερευόντως η Πόλη, είναι οι περιοχές ενός ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού που ακτινοβολεί, παρά το καθεστώς υποδούλωσης, στις απελευθερωμένες από τους Τούρκους, πόλεις του Ελληνισμού. Από το 1860 και μετά, η μουσική ζωή του «βασιλείου των Ελλήνων» επηρεάζεται βαθιά από τον ερχομό των πρώτων κομπανιών με μουσικούς από τη Σμύρνη και την πόλη. Το φαινόμενο αυτό παίρνει τεράστιες διαστάσεις στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου.
Η μουσική και τα τραγούδια των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έγιναν γνωστά στην Ελλάδα κυρίως μετά την μικρασιατική καταστροφή και λίγο πριν τη δεκαετία του ΄30 και υπήρξαν καταλυτικά ως προς τη διαμόρφωση και εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού. Ιδιαίτερης διάδοσης έτυχε το αστικό λαϊκό τραγούδι, που, μετά την καταστροφή και το κύμα των προσφύγων προς την Ελλάδα, συμπορεύεται με το ρεμπέτικο. Αν και τη δεκαετία του ΄30 στην Ελλάδα είχαν αναπτυχθεί όλα τα είδη της μουσικής, δημοτικά, ελαφρά λαϊκά, το ρεμπέτικο άρχισε να επικρατεί.
Η μικρασιατική κουλτούρα από το 1922 μέχρι το 1940 επηρεάζει σημαντικά τη μουσική στον ελληνικό χώρο, αναπροσαρμόζοντας τόσο τη θεματολογία όσο και το ύφος των τραγουδιών πάνω στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της προσφυγιάς. Παραλλαγή και εξέλιξη του σμυρναίικου τραγουδιού ήταν και το ρεμπέτικο, του οποίου οι πραγματικές ρίζες ανάγονται στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική αλλά και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου. Τραγούδια με ρίζες ανατολίτικές, ρωμαϊκή καρδιά, αστικό χαρακτήρα και χρώμα μάγκικο. Η συνύπαρξη στην Ελλάδα Μικρασιατών και ντόπιων μουσικών, οριοθετεί από το 1922 τη νέα εποχή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η χαρακτηριστική μουσική της Ιωνίας, που ο Πλάτων αποκαλούσε «χαλαρά ιαστί αρμονία», ενσωματώνεται και συμπορεύεται με την ελληνική, καθορίζοντας την εξέλιξή της. Ήταν ένα από τα δώρα της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς που έφεραν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Η περίοδος 1922 – 1940, οριστικοποίησε την επικράτηση του Μικρασιατρικού τραγουδιού, κυρίως αυτού που δημιουργήθηκε στη Σμύρνη πριν το 1922 αλλά και αυτού που οι συνθέτες της Μικράς Ασίας, δημιούργησαν στην Ελλάδα, αναπροσαρμόζοντας τη θεματολογία και επικεντρώνοντας στα προβλήματα της προσφυγιάς. Η γέφυρα ανάμεσα στο τραγούδι αυτό με τα τραγούδια του ελλαδικού χώρου τα επηρεασμένα από τη Δύση, πραγματοποιείται από το Βασίλη Τσιτσάνη και τους συνεχιστές του…
Το μουσικό ιδίωμα της Σμύρνης εντάσσεται σε ένα ευρύ πλαίσιο που εκτείνεται από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή ενώ περιέχει και σημαντικά δάνεια από τη Δυτική Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ανάμειξη μουσικών ειδών και επιδράσεων αν και ανήκει στην περιοχή των νησιών και των παραλίων του Αιγαίου.
Το ρεμπέτικο
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι είδος αστικού τραγουδιού που γεννήθηκε στην αναπτυγμένη οικονομικά και πολιτιστικά Σμύρνη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Το μουσικό είδος έτσι όπως διαμορφώθηκε στην πόλη, έχει επιδράσεις από Δύση και Ανατολή αφού συναντάμε από δυτικού τύπου μαντολινάτες μέχρι και ανατολίτικου ύφους ορχήστρες με βιολιά, ούτια, λύρες κλπ. Τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 διαδόθηκαν ταχύτατα παντού όπου υπήρχαν Έλληνες.
Ρεμπέτικο τραγούδι ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε στα λιμάνια πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Αναπτύχθηκε μετά το 1922 με την άφιξη των Μικρασιατών στην Ελλάδα. Ανήκει ήδη επίσημα στον κατάλογο μνημείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.
Μελετητές, χωρίζουν την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περιόδους:
1922-1932 – Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από τη μουσική της Σμύρνης.
1932-1942 – Η κλασική περίοδος.
1942-1952 – Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στο ξεκίνημά του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα «μουρμούρικα». Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριότερων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα «γιαλάδικα», που πήραν τ’ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα -γιάλα» ή «αμάν γιάλα» ή «γιαλελέλι». Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ’ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα καφέ αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν’ αναπτύσσεται ευρύτατα. Το 1922 είναι η χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής την οποία ακολουθεί η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί Μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις. Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Την επόμενη χρονιά, το 1933, καταγράφονται οι πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα.
Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λπ. εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις. Πάντως, μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι. Με την γερμανική κατοχή το 1941, τα εργοστάσια των δισκογραφικών εταιρειών κλείνουν και οι ηχογραφήσεις σταματούν έως το 1946. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 το ρεμπέτικο δίνει τη θέση του σε μια νέα μορφή, το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο ήταν ο πρόδρομος του λαϊκού τραγουδιού. Γνωστοί καλλιτέχνες της εποχής σε αυτό το είδος, ήταν οι: Ζακ Ιακωβίδης, Κώστας Καπνίσης, Tάκης Μωράκης, Γιώργος Μουζάκης και άλλοι. Tη δεκαετία του 1960, αρχίζει αναβιώνει το ρεμπέτικο με την ηχογράφηση παλαιότερων επιτυχιών.
Το σμυρναίικο τραγούδι ήταν λαϊκό, ενώ το ρεμπέτικο ήταν περιθωριακό. Είχαν κοινές ρίζες, αλλά εξέφραζαν διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Από όλα όμως είχε ο μπαχτσές εκείνη την εποχή στα λιμάνια της Πόλης και της Σμύρνης. Χρήματα υπήρχαν και φυσικά διάθεση για διασκέδαση…
Η γυναίκα είχε την τιμητική της θέση στους στίχους των σμυρναίικων τραγουδιών. Η σωματική της ομορφιά, μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμο δέρμα και καμπύλες, παραπέμπουν στη δημοτική και ανατολίτικη παράδοση. Επίσης, ανθρώπινα ελαττώματα, όπως φιλαργυρία, απληστία κλπ. Σατιρίζονταν και ενίοτε καταγγέλλονταν…