Από τη γειτονιά μας, μου έλεγε η γιαγιά, περνούσε συχνά ο τζιερτζής.
Είναι από την τουρκική λέξη cigerci, που σημαίνει πωλητής εντόσθιων.
Πουλούσε τζιέρια, εντόσθια, συκωταριές, σπλάχνα σφαγίων. Άλλοι πωλητές πάλι, πωλούσαν ψημένο συκώτι γαρνιρισμένο με ψιλοκομμένο μαϊντανό και κρεμμύδι. Το έλεγαν “αρναούτ τζιερί”. Το γαρνίριζαν με λαχανικά ή φασόλια πιάζ. Είχαν και καρβέλια με ψωμί, που τα άνοιγαν στη μέση και τα γέμιζαν με συκώτι. Στους δρόμους όμως βεβαίως υπήρχαν και ανάλογα μαγαζιά, τα τζιερτζίδικα, που διέθεταν πλήρες μενού με συκωτάκια μαγειρεμένα με πολλούς τρόπους. Ποτέ δε ξέχασα και την έκφραση «τζιέρι μου», δηλαδή σπλάχνο μου, με την οποία με φώναζε χαϊδευτικά η μητέρα μου…