Στις βρύσες της γειτονιάς ή του χωριού γινόταν κάθε Σάββατο η μπουγάδα της εβδομάδας. Εκεί περνούσαν πολλές ώρες της ημέρας οι γυναίκες στα χωριά. Εκτός από την καθιερωμένη εβδομαδιαία μπουγάδα, όταν ζέσταινε ο καιρός, εκεί γύρω στην γιορτή της Πεντηκοστής, άρχιζε και το πλύσιμο των μάλλινων, με τα οποία ήταν ντυμένο το σπίτι το χειμώνα. Το καζάνι για το ζέσταμα του νερού στηνόταν δίπλα από τη βρύση. Σ’ αυτό έβαφαν και τα νήματα για τον αργαλειό τους. Στη βρύση του χωριού μαζεύονταν επίσης οι γυναίκες για να πλύνουν τα χαλκωματένια και ξύλινα σκεύη του σπιτιού, αλλά και τα λαχανικά. Φεύγοντας, αφού τελείωναν τις δουλειές τους αλλά και το σχολιασμό των γεγονότων του χωριού, μετέφεραν νερό και στο σπίτι, με ξύλινα βαρελάκια, για τις ανάγκες του σπιτιού.
Όταν υπήρχαν πολλά βουνά γύρω, άρα και πολλά νερά, που ήταν θείο δώρο για τα περισσότερα χωριά, οι κρήνες, αποτελούσαν βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας της περιοχής. Με τα χαρακτηριστικά γλυπτά τους μάλιστα, θύμιζαν αρχαία λατρευτικά σημεία. Συχνά σε πολλά χωριά, πολλές βρύσες σχετίζονταν με αρχαίες τελετουργικές πράξεις, όπως η συνήθεια της Πρωτοχρονιάς να αλείφουν τα τοιχώματα της βρύσης με βούτυρο ή μυζήθρα, για να ρέουν τα αγαθά όπως το νερό της βρύσης ή της Αναλήψεως, όπου οι κοπέλες έπλεναν το πρόσωπό τους σε τρεις διαφορετικές βρύσες για να μείνει αναλλοίωτη η ομορφιά τους στο πέρασμα του χρόνου.
Οι δοξασίες και οι προλήψεις γύρω από το νερό της βρύσης, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σειράς ενεργειών που απέβλεπαν στην εξουδετέρωση οποιασδήποτε μαγικής δύναμης, στο «καλόπιασμα της βρύσης», όπως έλεγαν. H άμυνα στο «κακό» γινόταν μέσα από το γλυπτικό διάκοσμο στις πέτρες της βρύσης με αποτρεπτικές-φυλακτικές παραστάσεις. Δικέφαλοι αετοί, έφιπποι και πεζοί πολεμιστές, λιοντάρια και άλλα αποτρεπτικά σύμβολα προστάτευαν αφενός από το «κακό» και αφετέρου διακοσμούσαν τις κρήνες.
Κύρια δομικά υλικά των μαστόρων ήταν οι πέτρες και τα ξύλα που τους προμήθευε η περιοχή τους. Λόγω έλλειψης δυναμίτη, τις πέτρες τις έκοβαν με το κοπίδι ενώ το συνθετικό, στερεωτικό υλικό που έβαζαν ανάμεσα στις πέτρες, το έφτιαχναν αναμειγνύοντας μαλλί τράγου, στάχτη και ασπράδι αυγού. Αναφέρεται ότι το ίδιο μείγμα χρησιμοποιήθηκε και στην κατασκευή αρκετών κάστρων, όπως το Kάστρο των Ιωαννίνων. Οι κρήνες συνήθως ήταν στεγασμένες. H σκεπή ήταν στηριγμένη σε ξύλινα μαδέρια τα οποία ακουμπούσαν σε πέτρινες κολώνες και ήταν καλυμμένη με γκρίζες πλάκες. Εσωτερικά πάνω στον πέτρινο τοίχο ήταν στερεωμένοι δύο μπρούτζινοι κρουνοί και ανάμεσά τους μια πέτρινη σκαλιστή «τσούμα».
H «κουπάνα» που δεχόταν το νερό αρχικά κατασκευαζόταν ξύλινη από κορμό πεύκου ή ρόμπολου και αργότερα από τσιμέντο. Το δάπεδο γύρω από τη βρύση ήταν συνήθως πλακοστρωμένο, ενώ γύρω γύρω υπήρχαν πέτρινα πεζούλια για πολλές χρήσεις. Άλλωστε ήταν μετά το σπίτι ή την εκκλησία, ο τόπος συνάντησης γυναικών και κυρίως κοριτσιών, αφού οι γυναίκες σπάνια έβγαιναν από το σπίτι. Και όπως ήταν φυσικό, οι κρήνες μάζευαν, έστω και από κάποια απόσταση, τα παλικάρια του χωριού που ήθελαν να δουν και να ξεχωρίσουν τις όμορφες βλαχοπούλες. Λέγεται μάλιστα ότι όταν ένας νεαρός συμπαθούσε μια κοπέλα, έτρεχε να πάρει τη στάμνα της να την βοηθήσει αλλά την έσπαζε. Έτσι της έστελνε το μήνυμα για τον έρωτά του…