Άμα ήτανε μακριά το νερό, εφόρτωνε η γυναίκα το πρωί στο γάιδαρο τα ρούχα, τα ξύλα, το μπουγαδοκόφινο, το τσικάλι για να ζεσταίνει το νερό, το σαπούνι, στάχτη για να τα λευκαίνει και βέβαια το πλυστροπίνακο, δηλαδή τη σκάφη του πλυσίματος και άμα ήτανε πολλή δουλειά έπαιρνε και το φαί της. Το σαπούνι το φτιάχνανε μόνες τους. Εβάζανε τρεις οκάδες λάδι, έξι οκάδες νερό και μισή οκά σπίρτο του σαπουνιού (καυστικό νάτριο). Το βράζανε και το ανακατεύανε μέχρι να γίνει παχύρευστο σε βαθμό που να μπορεί να κρατηθεί όρθιο το ξύλο που το ανακατεύανε.

Μετά το βάζανε σε καλούπια και άμα εκρύωνε στερεοποιείτο και το κόβανε πλάκες. Το βράζανε σε γκαζοτενεκέδες γιατί αν το βράζανε σε χάλκινα τσικάλια τα ξεγάνωνε το σπίρτο…

 

 

 

 

  • Χειροποίητο σπιτικό σαπούνι

 

Οι πρώτες καταγραφές στοιχείων για την παραγωγή υλικών που μοιάζουν με σαπούνι χρονολογούνται γύρω στο 2800 π.Χ στην αρχαία Βαβυλώνα. Ένας τύπος για σαπούνι που αποτελείται από νερό, αλκάλια, και έλαιο κάσιας βρέθηκε “γραμμένος” σε πήλινο δίσκο στη Βαβυλώνα γύρω στο 2200 π.Χ. Ο πάπυρος Ebers (Αίγυπτος, 1550 π.Χ.) δείχνει ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λούζονταν τακτικά και συνδύαζαν έλαια ζωικά και φυτικά με αλκαλικά άλατα για να δημιουργήσουν κάτι που έμοιαζε με σαπούνι. Αιγυπτιακά έγγραφα αναφέρουν ότι ουσία παρόμοια με σαπούνι χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία μαλλιού για ύφανση.

Ο Γαληνός περιγράφει την παρασκευή σαπουνιού με τη χρήση αλισίβας και αναφέρει πως χρησιμοποιείται στο πλύσιμο για να παρασύρει τις ακαθαρσίες τόσο από το σώμα όσο και από τα ρούχα.

Υποστηρίζεται  ότι το σαπούνι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στο νησί της Λέσβου. Σε εκείνο το νησί ελάμβαναν χώρα θυσίες ζώων προς τιμήν των θεών. Επειδή συχνά τα συγκεκριμένα ζώα αποτεφρώνονταν, στάχτες από σκληρό ξύλο συγκεντρώνονταν (μια πρώιμη πηγή αλκαλίων). Περνώντας τα χρόνια, οι συγκεκριμένες στάχτες αναμειγνύονταν με τα υπολείμματα των θυσιασθέντων ζώων. Λέγεται πως μετά από μια δυνατή βροχή εμφανίσθηκε ένα κίτρινο περίσσευμα από το βουνό των σταχτών και βρήκε το δρόμο κάτω από το λόφο όπου βρισκόταν ο ναός. Οι ντόπιες γυναίκες, πλένοντας τα ρούχα τους στο τοπικό ποτάμι, πρόσεξαν ότι τα ρούχα τους ήταν καθαρότερα όταν το ποτάμι ήταν κιτρινωπό.

 

Σεπτέμβριος, ο μήνας του σαπουνιού.

Παλιά στα χωριά έφτιαχναν μόνοι τους σπιτικό σαπούνι από ελαιόλαδο για να έχουν όλο το χρόνο. Συνήθως το έφτιαχναν το Σεπτέμβριο μήνα ή την Άνοιξη. που ο καιρός ήταν ακόμα καλός και η θερμοκρασία ιδανική για να γίνει. Τότε επίσης μάζευαν και το λάδι από τον πυθμένα των βαρελιών που είχε και μούργα για να μην πάει χαμένο και το χρησιμοποιούσαν για το σαπούνι τους.

Η λιπαρή ουσία που χρησιμοποιούμε είναι υπολείμματα από καθαρό  λάδι που συλλέγουμε από  τηγάνισμα, ή από το ίζημα (κατακάθι) του ελαιολάδου το οποίο παίρνουμε 3-4 μήνες μετά την παραγωγή του. Γενικά χρησιμοποιείται κάθε λάδι που έχουμε στη διάθεσή μας το οποίο σουρώνουμε πριν χρησιμοποιήσουμε. Παλιότερα αξιοποιούσαν όλα τα λάδια που υπήρχαν στα πιθάρια και τα ντεπόζιτα και δεν ενδεικνυόταν για βρώση, ακόμα και ζωικά λίπη, κυρίως από χοιρινό.

 

Η διαδικασία που ακολουθούσαν για την παρασκευή του σαπουνιού ήταν η εξής: Μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι έβραζαν το λάδι, προσέθεταν την καυστική ποτάσα ή σόδα  (η ποτάσα κάνει πιο μαλακά σαπούνια, η σόδα πιο βαριά), ανάλογο νερό (αντί νερό = αλισίβα) και ανακάτευαν πολύ καλά με ένα πλατύ ξύλο ώσπου να πήξει. Σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις το σαπούνι δεν πρέπει να το παρακολουθούν όταν παρασκευάζεται. Αν γίνει κάτι τέτοιο η νοικοκυρά  λέει: «κοτρώνι να γίνει» και πετάει μια πέτρα κάτω για να σφίξει το σαπούνι και να μη χαλάσει.

Σε άλλες περιοχές το «έφτυναν» και έλεγαν: φτου, φτου πάτο – κορφή- φτου…φτου… που σήμαινε: Να μην ματιαστεί και όλο το περιεχόμενο από τον πάτο ως την κορυφή να γίνει όλο σαπούνι. Στο κέντρο του καζανιού τοποθετούσαν δυο μικρά ξυλάκια ελιάς σε σχήμα σταυρού, μαζί με μια μπουκιά ψωμί για δύναμη. Τα ξυλάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν και σαν σημάδια. Την πλάκα αυτή του σαπουνιού την χρησιμοποιούσαν στη βάπτιση για να πλύνει ο ιερέας τα χέρια του μετά το μυστήριο  για να φύγουν τα λάδια.

Αφού κρύωνε καλά το σαπούνι το έκοβαν με πριόνι σε κύβους και το τοποθετούσαν πάνω σε σανίδες για να στεγνώσει σε σκιερό και απάνεμο μέρος με σταθερή θερμοκρασία.

Το κομμάτι του σαπουνιού που μίκραινε από το πλύσιμο το λέγανε (α)πολειφάδι και με αυτή τη λέξη χαρακτήριζαν τον αδύνατο άνθρωπο. Το υγρό που μένει στο τέλος αφού έχουμε πάρει το σαπούνι ονομάζεται πρωτείο ή δρύμη. Όσο πιο λίγο είναι το πρωτείο τόσο επιτυχημένο είναι το σαπούνι. Χρησιμοποιείται ως καθαριστικό για τα ξύλινα πατώματα, σκουριασμένα δοχεία, για την απολύμανση των χώρων υγιεινής αλλά και στην καθαριότητα του σπιτιού αντί για χλωρίνη.

 

Παρασκευή σαπουνιού

Για να φτιάξουμε σαπούνι παίρνουμε ένα μέρος λάδι και δύο μέρη νερό.

Τα υλικά που θα χρειαστούμε είναι:

6 κιλά λάδι, 12 κιλά νερό

1 κιλό καυστική ποτάσα (σπίρτο), 100 γρ. αλάτι χονδρό

 

Σε ένα μεγάλο δοχείο (κουβά ή βαρέλι ανάλογα την ποσότητα) βάζουμε όλο το λάδι και μέρος από το νερό (κρατάμε 2-3 κιλά).

Βράζουμε σε μέτρια φωτιά με ξύλα για να μην καεί και καταστραφεί το σαπούνι και ανακατεύουμε διαρκώς με ξύλινη κουτάλα.

Ανακατεύουμε διαρκώς για 1 ½ – 2 ώρες ώσπου να αρχίσει να βγάζει μεγάλες φουσκάλες και να αρχίσει να ανεβαίνει το σαπούνι επάνω.

Στο νερό που κρατήσαμε διαλύουμε την καυστική σόδα και τη ρίχνουμε σιγά- σιγά στο δοχείο που βράζει το σαπούνι ανακατεύοντας συνεχώς.

Όταν δεν ανεβαίνει πια το σαπούνι και ξεχωρίζει τότε είναι έτοιμο.

Για να το διαπιστώσουμε ρίχνουμε λίγο σε ένα πιάτο και αν  ξεχωρίζει η μάζα σαν λέπι, αφαιρούμε τα ξύλα από τη φωτιά και σταματάμε το βρασμό.

Αφήνουμε το σαπούνι να ηρεμήσει για ½ ώρα και μετά το καταβρέχουμε ελαφρά με τα δάχτυλά μας  ισιώνοντας την επιφάνειά του με μια τρυπητή κουτάλα.

Αφήνουμε μια νύχτα σκεπασμένο για να πήξει ελέγχοντάς το με το χέρι μας. Στην άκρη σφίγγει πιο γρήγορα, στο κέντρο αργεί περισσότερο. Ίσως χρειαστεί και δεύτερη μέρα για να πήξει.

Όταν είναι έτοιμο το κόβουμε σε λωρίδες με μαχαίρι ή πριόνι και μετά σε κύβους όπως μας εξυπηρετεί.

Αν θέλουμε μπορούμε να βάλουμε το σαπούνι σε τελάρα ή καλούπια αφού το παρασκευάσουμε και σταματήσουμε το βρασμό του.

Στρώνουμε ένα νάιλον ή μια λαδόκολλα από κάτω και πάνω ρίχνουμε το μείγμα ώστε να βγουν σαπούνια στο σχήμα που θέλουμε.

Είναι καλό να χρησιμοποιηθεί αφού ωριμάσει, περίπου 1, 1 ½ μήνα από την παραγωγή του. Καταλαβαίνουμε ότι είναι κατάλληλο για χρήση όταν σχηματιστεί στην επιφάνεια μια λευκή σκόνη

 

Σαπούνια με βότανα και αρωματικά φυτά

 

 Αν επιθυμούμε μπορούμε να παρασκευάσουμε διαφορετικά σαπούνια με αρωματικά βότανα ή φυτά από το περιβόλι της πλούσιας ελληνικής χλωρίδας. Τα ευεργετικά συστατικά τους θα ανακουφίσουν τα ερεθισμένα χέρια και θα περιποιηθούν τα ευαίσθητα υφάσματα .

Κάθε βότανο ή αρωματικό φυτό το χρησιμοποιούμε μόνο στην εποχή της συγκομιδής, ή της ανθοφορίας του.  Μπορούμε να συλλέξουμε τσουκνίδα, χαμομήλι, φασκόμηλο, μέντα, δεντρολίβανο, λεβάντα, αγιόκλημα, θυμάρι, φασκόμηλο, καλέντουλα, μελισσόχορτο, αλλά και δυόσμο, ρίγανη και  μαντζουράνα που χρησιμοποιούνται ευρέως στη σαπωνοποιία. Την εποχή της ανθοφορίας των εσπεριδοοειδών συλλέγουμε  φύλλα και άνθη, αλλά και φλούδες και ξύσμα  περασμένα από τρίφτη (ή multi) και να πάρουμε το αφέψημά τους. Ανάλογα με τα βότανα και τα αρωματικά φυτά ή μπαχαρικά που θα χρησιμοποιήσουμε θα προκύψει και το ανάλογο  χρώμα.

 

Έγχυμα βοτάνων και αρωματικών φυτών

Στο νερό του που θα χρησιμοποιήσουμε για το σαπούνι βράζουμε  για μερικά λεπτά (10΄) τα βότανα ή τα αρωματικά φυτά, σουρώνουμε το νερό και παίρνουμε το έγχυμά τους το οποίο χρησιμοποιούμε όπως περιγράφεται στον τρόπο παρασκευής.

 

λιπαρά μαλλιά: κίτρο, κέδρος, λεμόνι, δεντρολίβανο, μανταρίνι

ξηρά μαλλιά: καλέντουλα, χαμομήλι,
άτονα, θαμπά μαλλιά: τσουκνίδα, τζίνσενγκ.

πιτυρίδα: δεντρολίβανο, μελισσόχορτο, φασκόμηλο, αχιλλεία,
καταπολέμηση τριχόπτωσης:  φασκόμηλο, θυμάρι , δεντρολίβανο
χρωματισμός μαλλιών: για ξανθά χαμομήλι, για σκούρα καρυδιά.