Οι παραδόσεις και οι λαϊκές διηγήσεις είναι συνέχεια και δεσμός του χθες με το σήμερα. Αμέτρητες χειμωνιάτικες νύχτες όλη η οικογένεια άκουγε τις διηγήσεις των μεγαλύτερων. Ήταν μια συμφιλιωτική απάντηση στο χρόνο, στις δυσκολίες της ζωής και στον τόπο τους.
Στις λαϊκές διηγήσεις έπαιρνε μέρος ο αφηγητής αλλά και όλη η οικογένεια, πρωταγωνιστώντας με τη φαντασία, τη μνήμη, το συναίσθημα, στοιχεία απαραίτητα για να διαμορφωθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα και να ξετυλιχθεί το κουβάρι της ιστορίας…
Το φυλαχτό των νεράιδων.
(λαϊκή διήγηση από τη Λιβαδειά)
Πάνε πολλά χρόνια, όταν μια έγκυος γυναίκα πήγε στο βουνό να μαζέψει λίγα βοτάνια, γιατί έκανε και τη γιάτρισσα. Εκεί ξαφνικά σηκώνεται ένας άνεμος και οι νεράιδες που ήταν μέσα σήκωσαν τη γυναίκα και την πήγαν μακριά σε ένα άλλο βουνό και την κράτησαν πολλές μέρες μαζί τους.
Τη συμπάθησαν πολύ και, όταν τους το ζήτησε, την πήγαν πάλι στο σπίτι της και της έδωσαν και ένα φυλαχτό που με αυτό θα μπορούσε να γιατρεύει πολλές αρρώστιες. Αυτή η γυναίκα που έμεινε τόσο καιρό με τις νεράιδες και τις γνώρισε καλά, έλεγε πως αυτές είναι άλλη πλάση, σαν των ανθρώπων μα πολύ καλύτερες. Παντρεύονταν μεταξύ τους , γιατί υπάρχουν και αρσενικοί νεράιδοι και κάνουν παιδιά. Οι νεράιδες είναι όμορφες κοπέλες, με αμυγδαλωτά μάτια, μακριά μαύρα μαλλιά και είναι πάντα ασπροντυμένες.
Οι Μοίρες
(λαϊκή διήγηση από την Άμφισσα).
Οι Μοίρες ήταν θεότητες της ελληνικής μυθολογίας. Οι αρχαίοι τις φαντάζονταν σαν τρεις γυναίκες που κανόνιζαν την τύχη και τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Η Κλωθώ έγνεθε το νήμα της ζωής, η Λάχεση μοίραζε τους κλήρους με ότι ήταν γραφτό να συμβεί στον καθένα, ενώ η Άτροπος έκοβε το νήμα της ζωής. (η λέξη μοίρα παράγεται από το ρήμα μοιράζω).
«Οι Μοίρες πάνε τη νύχτα, προτού να χαράξει, στις βρύσες, λούζονται και χτενίζουν τα χρυσά τους μαλλιά, που φτάνουν ως τα γόνατά τους. Για αυτό, όσοι πάνε το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στη βρύση να πάρουν αμίλητο νερό, παίρνουν στο χέρι και ένα πιάτο γλυκά και, αφού ραντίσουν με νερό, τα αφήνουν στις πέτρες κοντά στη βρύση, για να φάνε οι Μοίρες όταν έρθουν και να ευχαριστηθούν, ώστε να είναι γλυκές και μελιστάλαχτες όλο το χρόνο. Αν μιλήσει κανείς στη βρύση που πάει να πάρει το νερό, οι Μοίρες θα του κάνουν κακό».